ΑΑΔΕ: Στο στόχαστρο οι τραπεζικές καταθέσεις
Στην «επιστράτευση» των έμμεσων τεχνικών ελέγχου για τον προσδιορισμό εισοδημάτων φυσικών και νομικών προσώπων προχωρά ο φοροελεγκτικός μηχανισμός, βάζοντας στο «στόχαστρο» τη ρευστότητα των υπόχρεων και τις τραπεζικές τους καταθέσεις.
Οι φορολογικές αρχές έχουν ήδη εντοπίσει περιπτώσεις κατά τις οποίες τα δηλωθέντα εισοδήματα, κυρίως ελευθέρων επαγγελματιών, δεν επαρκούν για την κάλυψη των προσωπικών δαπανών διαβίωσης, καθώς και περιπτώσεις που υπάρχει προσαύξηση περιουσίας η οποία δεν καλύπτεται από τα εισοδήματα που έχουν δηλωθεί στην εφορία.
Στο πλαίσιο αυτό ενεργοποιούν το μεγάλο τους «όπλο» και προχωρούν με μια σειρά μεθόδων στον έμμεσο προσδιορισμό των
εισοδημάτων των φορολογουμένων, προκειμένου να εντοπίσουν τα πραγματικά εισοδήματα των υπόχρεων και κατ' επέκταση να
περιορίσουν τη φοροδιαφυγή. Θα πρέπει να αναφερθεί, όπως υπογραμμίζεται και σε απόφαση (υπ' αριθμ. Θ 3646/29.4.2021) της ΔΕΔ/ ΑΑΔΕ, ότι το εισόδημα των φυσικών και νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων που ασκούν ή προκύπτει ότι ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα μπορεί να προσδιορίζεται με βάση κάθε διαθέσιμο στοιχείο ή με έμμεσες μεθόδους ελέγχου στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) όταν τα λογιστικά αρχεία δεν τηρούνται ή οι οικονομικές καταστάσεις δεν συντάσσονται σύμφωνα με τον νόμο για τα λογιστικά
πρότυπα ή
β) όταν τα φορολογικά στοιχεία ή τα λοιπά προβλεπόμενα σχετικά δικαιολογητικά δεν συντάσσονται σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας ή
γ) όταν τα λογιστικά αρχεία ή φορολογικά στοιχεία δεν προσκομίζονται στη φορολογική διοίκηση έπειτα από σχετική πρόσκληση.
Επισημαίνεται, μάλιστα, ότι το εισόδημα φυσικών προσώπων, ανεξαρτήτως του αν προέρχεται από άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, μπορεί επίσης να προσδιορίζεται με βάση κάθε διαθέσιμο στοιχείο ή έμμεσες μεθόδους ελέγχου, σύμφωνα με
τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, όταν το ποσό του δηλούμενου εισοδήματος δεν επαρκεί για την κάλυψη των προσωπικών δαπανών διαβίωσης ή σε περίπτωση που υπάρχει προσαύξηση περιουσίας η οποία δεν καλύπτεται από το δηλούμενο εισόδημα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η φορολογική διοίκηση δύναται να προβαίνει σε εκτιμώμενο, διορθωτικό ή προληπτικό προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης και με την εφαρμογή μιας ή περισσοτέρων από τις κατωτέρω τεχνικές ελέγχου: της αρχής των αναλογιών,
της ανάλυσης ρευστότητας του φορολογούμενου, της καθαρής θέσης του φορολογούμενου, της σχέσης της τιμής πώλησης προς
τον συνολικό όγκο κύκλου εργασιών και του ύψους των τραπεζικών καταθέσεων και των δαπανών σε μετρητά.
Με τις ανωτέρω τεχνικές μπορούν να προσδιορίζονται τα φορολογητέα εισοδήματα των φορολογουμένων, τα ακαθάριστα έσοδα, οι εκροές και τα φορολογητέα κέρδη των υπόχρεων βάσει των γενικά παραδεκτών αρχών και τεχνικών της ελεγκτικής.
Για να επιτευχθεί φυσικά το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, οι φορολογικές αρχές βάζουν στο «μικροσκόπιο» την κινητή και ακίνητη
περιουσία οποιασδήποτε μορφής του φορολογουμένου, της συζύγου και των προστατευόμενων μελών του, εντός ή και εκτός Ελλάδος, ενώ η συνολική αποτίμηση της περιουσίας του γίνεται με βάση την αξία κτήσης ή το κόστος κατασκευής προσαυξημένη με την αξία/κόστος τυχόν προσθηκών ή βελτιώσεων, ενώ επίσης περιλαμβάνονται και τυχόν υπάρχουσες απαιτήσεις έναντι τρίτων.
Επίσης, ελέγχονται εξονυχιστικά όλες οι καταθέσεις ή αναλήψεις από προσωπικούς και επαγγελματικούς λογαριασμούς των υπόχρεων σε ή από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, καθώς και της συζύγου ή των προστατευόμενων μελών του, ενώ ταυτόχρονα αναλύονται οι πάσης φύσεως πραγματικές (όχι τεκμαρτές) δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί από τον ελεγχόμενο.