Η επικίνδυνη κλιμάκωση στις σχέσεις Ρωσίας και Δύσης και οι προεκτάσεις
Του Ανδρέα Θεοφάνου*
Διαχρονικά ένα από τα σημεία που συγκράτησα από διάφορες συναντήσεις, εντός και εκτός Κύπρου, για θέματα συγκρούσεων ήταν ότι είναι πολύ επικίνδυνο όταν μια συγκεκριμένη διένεξη εισέλθει σε μια πορεία κλιμάκωσης χωρίς έξοδο διαφυγής. Δυστυχώς η σημερινή σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας και Ρωσίας – Δύσης βρίσκεται σε ένα τέτοιο σημείο. Προφανώς η κατάσταση αυτή ελλοχεύει τεράστιους κινδύνους για τη διεθνή ασφάλεια. Ήδη έχουν υπάρξει δημοσιεύματα στον διεθνή τύπο που αναφέρονται σε διάφορα σενάρια σύμφωνα με τα οποία είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν πυρηνικά όπλα. Μια τέτοια κατάσταση ενώ θα έπρεπε να θεωρείται αδιανόητη εν τούτοις σήμερα ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Με το ίδιο σκεπτικό υπογραμμίζεται επίσης ότι ελλοχεύουν κίνδυνοι από τυχόν κτύπημα πυρηνικών σταθμών στην Ουκρανία είτε εκ προθέσεως είτε εξ απρονοησίας.
Σε σχέση με τη σύγκρουση Κιέβου-Μόσχας σημειώνεται ότι τα τελευταία χρόνια κάθε κλιμάκωση και αιματοχυσία που λάμβανε χώρα στις περιοχές των Ρώσων αυτονομιστών στην ανατολική Ουκρανία καθιστούσε τα πράγματα πιο δύσκολα. Επιπρόσθετα, το όλο πολιτικό και στρατηγικό πλαίσιο στο οποίο εξελίσσονταν τα δεδομένα αυτά δεν ήταν υποβοηθητικά για την εκτόνωση της κατάστασης. Δυστυχώς δεν καταβλήθηκαν προσπάθειες για επίλυση των διάφορων ζητημάτων στα πλαίσια της συμφωνίας του Μινσκ. Πέραν τούτου, εγένετο λόγος για ενδεχόμενη ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ.
Θεωρώ ότι πριν τον πόλεμο θα ήταν εφικτή μια διευθέτηση μεταξύ Μόσχας και Κιέβου στη βάση μιας ομοσπονδίας στην Ουκρανία που θα διατηρούσε την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, παράλληλα με μια ευρύτερη στρατηγική συμφωνία μεταξύ Ρωσίας και Δύσης η οποία θα περιελάμβανε την ουδετερότητα της Ουκρανίας. Ο πόλεμος, η αιματοχυσία, οι προσαρτήσεις, τα μίση και ο ρεβανσισμός έχουν δημιουργήσει μια κατάσταση πραγμάτων όπου μια συμφωνία φαίνεται εξαιρετικά δύσκολη, εάν όχι αδύνατη, σε αυτό το στάδιο.
Κάτω απ΄ αυτά τα δεδομένα προβάλλει ως πιθανό σενάριο η συνέχιση του πολέμου μέχρι να υπάρξει νικητής. Για την Ουκρανία, η οποία έχει την πολυδιάστατη στήριξη της Δύσης, στόχος είναι η απελευθέρωση των κατεχόμενων εδαφών, περιλαμβανομένης και της Κριμαίας. Μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγήσει, επίσης, σε καθεστωτική αλλαγή στη Ρωσία. Η Μόσχα θεωρεί ότι επιπρόσθετος στόχος της Δύσης είναι όχι μόνο η εξασθένιση της Ρωσίας αλλά και ο κατακερματισμός της. Για τη Ρωσία βασικός στόχος είναι η διατήρηση των κεκτημένων του πολέμου αλλά και η δημιουργία ενός σοβαρού πολιτικοοικονομικοκοινωνικού κόστους στην Ευρώπη και στη Δύση ευρύτερα. Οι εκατέρωθεν διαμετρικά αντίθετοι στόχοι των δύο πλευρών είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε περαιτέρω κλιμάκωση της σύγκρουσης.
Πέραν των σοβαρών κοινωνικοοικονομικών συνεπειών της διένεξης, ο κίνδυνος που υφίσταται είναι η χρήση όπλων μαζικής καταστροφής περιλαμβανομένων και πυρηνικών. Δεν είναι τυχαίο που ο τέως Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ προειδοποιεί για τον κίνδυνο ενός πυρηνικού πολέμου και τονίζει την ανάγκη ειρηνικής διευθέτησης του πολέμου στην Ουκρανία.
Το λιγότερο απαισιόδοξο σενάριο είναι η μετεξέλιξη της διένεξης σε frozen conflict/παγωμένη σύγκρουση. Σε μια τέτοια κατάσταση οι εχθροπραξίες θα διακοπούν χωρίς καμία συμφωνία και η σύγκρουση θα διαιωνισθεί. Επιπρόσθετα, καμία χώρα δεν θα αναγνωρίσει την προσάρτηση Ουκρανικών εδαφών από τη Ρωσία, η απομόνωση της οποίας θα συνεχισθεί για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.
Οι εξελίξεις αυτές θα πρέπει να προβληματίσουν τη διεθνή κοινότητα. Έχει φθάσει η στιγμή για ένα ευρύτερο αναστοχασμό με στόχο αφ’ ενός μια πρωτοβουλία για τερματισμό του πολέμου και αφ’ ετέρου για τους κανόνες που θα πρέπει να διέπουν το διεθνές σύστημα. Μεταξύ άλλων, προέχει η ανάγκη για σεβασμό των συνόρων, η αναγνώριση του δικαιώματος ύπαρξης του κάθε κράτους μέλους του ΟΗΕ καθώς και η οικοδόμηση ενός διεθνούς συστήματος συλλογικής ασφάλειας. Πέραν τούτου, είναι σημαντικό να συζητηθούν και να προωθηθούν αποτελεσματικοί τρόποι επίλυσης διενέξεων σε διάφορα επίπεδα. Κάτω απ΄ αυτά τα δεδομένα προβάλλει επίσης η ανάγκη όπως μεταρρυθμισθεί ο ΟΗΕ. Επιπρόσθετα, η διεθνής κοινότητα πρέπει να αποθαρρύνει μια κατάσταση πραγμάτων όπου ακολουθούνται δύο μέτρα και δύο σταθμά. Σε αυτό το εξαιρετικά δύσκολο διεθνές περιβάλλον η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να έχει ολοκληρωμένη κατανόηση των εξελίξεων και να προσαρμόζει με πραγματισμό την εξωτερική της πολιτική και τη στρατηγική της για το Κυπριακό.
* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.