Από την κρίση στην ανακούφιση: Πώς το ελαιόλαδο βρίσκει ξανά ισορροπία – Τι δείχνουν οι πρώτες προβλέψεις για το 2025/26

Πόσο έπεσαν οι τιμές του ελαιολάδου και γιατί χαμογελούν οι εξαγωγείς
Μετά από δύο συνεχόμενες χρονιές χαμηλής παραγωγής και τιμές που υποχώρησαν κατά το ήμισυ σε σχέση με τα ιστορικά υψηλά του προηγούμενου, η ευρωπαϊκή αγορά στο ελαιόλαδο από τη σεζόν 2024/25 εισέρχεται πλέον σε φάση αποσυμπίεσης.
Η ανάκαμψη της παραγωγής την ελαιοκομική χρονιά 2024/25 στις κύριες παραγωγικές χώρες, ανάμεσά τους η Ισπανία και η Ελλάδα έφερε πτώση των τιμών, ώθησε τις εξαγωγές και ανέβασε την κατανάλωση.
Εν αναμονή των πρώτων προβλέψεων για την ερχόμενη ελαιοκομική σεζόν 2025/26, οι οποίες και θα δημιουργήσουν νέα δεδομένα στην αγορά ελαιόλαδου
Ωστόσο, οι καιρικές συνθήκες και οι γεωπολιτικές εξελίξεις παραμένουν καθοριστικοί παράγοντες για τη σταθερότητα της αγοράς του ελαιολάδου στο μέλλον.
Η αγορά παραμένει συγκρατημένα αισιόδοξη καθώς οι πρώτες προβλέψεις κάνουν λόγο για μια καλή παραγωγή την ερχόμενη ελαιοκομική περίοδο και ανάκαμψη της κατανάλωσης, αν και ανησυχία συνεχίζουν να προκαλούν οι υψηλές τιμές λιανικής και ο κίνδυνος απότομων καιρικών αλλαγών.
Πάντως, για τους παραγωγούς, είναι ζωτικής σημασίας να ρευστοποιήσουν τα όποια αποθέματά τους ώστε να καταφέρουν εξασφαλίσουν εισόδημα για τα καλλιεργητικά έξοδα της νέας σεζόν και τη διατήρηση της βιωσιμότητας τους.
Προβληματισμός για τη νέα σεζόν
Αν και οι πρώτες εκτιμήσεις για την ερχόμενη ελαιοκομική περίοδο (2025/26) είναι θετικές, οι πρόσφατοι καύσωνες στην Ισπανία και την Πορτογαλία θέτουν εν αμφιβόλω τις αρχικές προσδοκίες, καθώς οι υψηλές θερμοκρασίες ενδέχεται να επηρεάσουν την ανθοφορία και την καρπόδεση, με πιθανές επιπτώσεις στην επόμενη σοδειά.
Έτσι, η αγορά στις κύριες παραγωγικές χώρες (Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα) βρίσκεται εν αναμονή των πρώτων προβλέψεων για την ερχόμενη ελαιοκομική σεζόν 2025/26, οι οποίες και θα δημιουργήσουν νέα δεδομένα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι τελευταίες προβλέψεις του υπουργείου Γεωργίας των Ηνωμένων Πολιτειών (USDA), το οποίο εκτιμά ότι η παγκόσμια παραγωγή ελαιολάδου θα σημειώσει σημαντική μείωση την περίοδο 2025/26, φτάνοντας στους 3,01 εκατομμύρια τόνους καταγράφοντας πτώση περίπου κατά 9,5% σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο, που είχε ανέλθει στους 3,3 εκατομμύρια τόνους.
Την περίοδο 2024/25, η συνολική παραγωγή στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυξήθηκε κατά 37% σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά, αγγίζοντας τους 2,1 εκατομμύρια τόνους
Σύμφωνα με τις ίδιες προβλέψεις, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα συνεχίσει να ηγείται της αγοράς με αναμενόμενη παραγωγή 1,98 εκατομμυρίων τόνων. Ωστόσο, αυτό το ποσοστό αντιπροσωπεύει μείωση 4,76% σε σύγκριση με τα 2,079 εκατομμύρια τόνους που παρήχθησαν την περίοδο 2024/25, αντανακλώντας, σύμφωνα με το USDA, τις επιπτώσεις των δυσμενών καιρικών συνθηκών και την έλλειψη πλήρους ανάκαμψης των ελαιώνων μετά από προηγούμενες ζημιογόνες εκστρατείες.
Αντίκτυπο στις τιμές
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία για την περίοδο 2024/25, η συνολική παραγωγή στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυξήθηκε κατά 37% σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά, αγγίζοντας τους 2,1 εκατομμύρια τόνους. Η εξέλιξη αυτή είχε άμεσο αντίκτυπο στις τιμές, οι οποίες υποχώρησαν δραματικά, ακόμη και κάτω από τον πενταετή μέσο όρο.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάστηκε η Γενική Διεύθυνση Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης (DG AGRI) και περιλαμβάνονται στις βραχυπρόθεσμες προοπτικές της Κομισιόν για την αγορά αγροτικών προϊόντων στην ΕΕ, κατά την περίοδο 2023/24, η τιμή του εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου στην Ισπανία είχε φτάσει στο ιστορικό ρεκόρ των 903 ευρώ ανά 100 κιλά (Ιανουάριος 2024).
Ωστόσο, μέσα σε μόλις έξι μήνες, οι τιμές μειώθηκαν σχεδόν στο μισό, φτάνοντας τα 350 ευρώ ανά 100 κιλά τον Ιούνιο του 2025. Πρόκειται για τιμή χαμηλότερη από τον μέσο όρο των τελευταίων πέντε ετών – ένδειξη της υπερπροσφοράς που δημιουργήθηκε στην αγορά.
Η Ισπανία πρωταγωνίστρια της ανάκαμψης
Ο κύριος μοχλός της παραγωγικής ανάκαμψης ήταν η Ισπανία, η οποία είδε την παραγωγή της να αυξάνεται κατά 66%, φτάνοντας τους 1,4 εκατομμύρια τόνους. Πρόκειται για εντυπωσιακή επαναφορά μετά από δύο φτωχές σοδειές, χάρη στις ευνοϊκές καιρικές συνθήκες του 2024.
Η Ελλάδα ακολούθησε με άνοδο 43%, αποδεικνύοντας ότι η εγχώρια παραγωγή διατηρεί ισχυρή δυναμική όταν οι κλιματικές συνθήκες το επιτρέπουν.
Αντίθετα, η Ιταλία βρέθηκε σε «εκτός χρονιάς» κύκλο, σημειώνοντας πτώση 25% στην παραγωγή της, γεγονός που κράτησε τις τοπικές τιμές σε υψηλά επίπεδα και δημιούργησε κενά στην εσωτερική της αγορά.
Αναμένεται άνοδος κατά 25% στις συνολικές εξαγωγές του ευρωπαϊκού ελαιόλαδου για το 2024/25, φτάνοντας τους 760.000 τόνους
Αυξημένη διαθεσιμότητα
Η αυξημένη διαθεσιμότητα και η μείωση των τιμών ενίσχυσαν σημαντικά τις εξαγωγές της ΕΕ. Ενδεικτικά, αναμένεται άνοδος κατά 25% στις συνολικές εξαγωγές για το 2024/25, φτάνοντας τους 760.000 τόνους.
Ιδιαίτερη κινητικότητα καταγράφηκε προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου σημειώθηκε «προώθηση αποστολών» λόγω της αβεβαιότητας στις εμπορικές πολιτικές. Σταθερή είναι επίσης η ζήτηση από τον Καναδά, την Αυστραλία και την Κίνα, αγορές που απορροφούν σταθερά ευρωπαϊκό ελαιόλαδο.
Αξιοσημείωτο είναι πως, παρά την αύξηση της ευρωπαϊκής παραγωγής, οι εισαγωγές από την Τυνησία — τον βασικό εξωτερικό προμηθευτή της ΕΕ — αναμένεται επίσης να αυξηθούν, προκειμένου να καλύψουν το έλλειμμα που δημιούργησε η μειωμένη ιταλική παραγωγή.
Επιστροφή στην… ομαλότητα
Η σταθεροποίηση των τιμών σε προσιτά επίπεδα και η μεγαλύτερη προσφορά έχουν θετικό αντίκτυπο και στην κατανάλωση. Η ενδοκοινοτική κατανάλωση εκτιμάται πως θα επανέλθει στον πενταετή μέσο όρο των 1,4 εκατομμυρίων τόνων, με τις κύριες ελαιοπαραγωγικές χώρες να οδηγούν αυτή την ανάκαμψη.
Τα τελικά αποθέματα της περιόδου 2024/25 προβλέπονται σε καλά επίπεδα, αγγίζοντας τους 450.000 τόνους, γεγονός που εξασφαλίζει, σύμφωνα με τους αναλυτές, σταθερότητα για την αγορά και τους καταναλωτές.
πηγή: ΟΤ

