Θυμάσαι;
Θυμάσαι ‘κείνους τσι καιρούς που σμίγαμε τα χείλη
κι άλλη χαρά δε θέλαμε ο Θιος να μασε στείλει;
Γιατί ‘χα ό,τι ήθελα μέσα στα δυο μου χέρια
απού τα λόγιαζες κι εσύ του έρωντα λημέρια,
που σήκωνα τα βάρη σου κι έπαιρνες τα δικά μου,
που γέμιζε η ανάσα σου πνοή τα σωθικά μου,
απού χτυπούσε η μια καρδιά κι η άλλη αντιλάλιε
κι έλεγες δε θα μ’ αρνηθείς ο κόσμος και αν εχάλιε.
Ο κόσμος δεν εχάλασε μα χάλασε η φιλιά μας,
κι αμοναχοί μας στο λαιμό βάλαμε τη θηλιά μας,
γιατί το πείσμα αφήσαμε στο νου μας να θεριέψει
κι ό,τι με κόπο χτίζαμε με μιας να καταστρέψει,
κι εδά μας βρίχνουν οι χρονιές χώρια κι αποκομμένους
κι από ‘να σώμα γίναμε δυο ξένοι μες στσι ξένους!
Βαγγέλης Τιτάκης
Καθηγητής Θεολογίας – Μουσικοσυνθέτης