Ανασκαφή στη Χρυσή αποκαλύπτει το αρχαιότερο «εργοστάσιο» πορφύρας στον κόσμο!
Στη Χρυσή της Ιεράπετρας εντοπίστηκαν κτίρια και ποσότητες πορφύρας, αποκαλύπτοντας μινωική βιοτεχνία παραγωγής της ακριβότερης βαφής του αρχαίου κόσμου
Σε ανασκαφή στη νήσο Χρυσή της Ιεράπετρας–από την πρώην προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λασιθίου, αρχαιολόγο Χρύσα Σοφιανού– εντοπίστηκαν μεγάλες ποσότητες πορφύρας και κτίσματα ενός μινωικού οικισμού.
Η πορφύρα ήταν η ωραιότερη και ακριβότερη χρωστική της αρχαιότητας που εκμεταλλεύτηκαν οι Μινωίτες.
Η βαφή παράγεται από θαλάσσια κοχύλια (murex), σε αδένα τους, που τον αφαιρούσαν με ακαριαίο σπάσιμο του οστράκου και με ζωντανό τον οργανισμό ώστε να μην χαθεί η βαφή. Σε κάθε κοχύλι η βαφή ήταν ελάχιστη και απαιτούνταν χιλιάδες όστρακα για να βάψουν ένα χιτώνα.
Για την πορφύρα στη Χρυσή η κ. Χρύσα Σοφιανού μας είχε ενημέρωσε ότι «από τις ανασκαφές διαπιστώσαμε ότι στο νησί υπήρχε μια εντατική επεξεργασία πορφύρας βαφής, η οποία αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια των πρώτων ανακτόρων της Κρήτης. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι μιλάμε για την αρχαιότερη βιοτεχνική εγκατάσταση επεξεργασίας πορφύρας. Έχουμε 3 κτήρια, στα οποία γινόταν μεγάλη επεξεργασία πορφύρας. Σίγουρα λοιπόν υπήρχε εμπόριο, ήταν μια βιοτεχνική παραγωγή και για εξαγωγές».
Η παράδοση αναφέρει (Ελένη Βασιλάκη, e–storieskritis) πως ο σκύλος του Ηρακλή είχε φάει ένα κοχύλι πορφύρας και το στόμα του βάφτηκε κόκκινο. Παρατηρώντας τον η νύμφη Φοινίκη, ανακάλυψε τον τρόπο παραγωγής του πορφυρού χρώματος. Ο Αριστοτέλης είχε ονομάσει την βαφή «άνθος», ενώ ο Αισχύλος είχε γράψει ότι ήταν η πιο ακριβή βαφή του κόσμου- ίσης αξίας με το χρυσό και τον άργυρο.
Στο νομό Λασιθίου, πορφύρα έχει βρεθεί («Πορφύρα, μία πολύτιμη χρωστική της αρχαιότητας» της Λίλιαν Καραλή) στο Παλαίκαστρο γύρω στο 1600 π.Χ., στο ανάκτορο του Ζάκρου, στο Κουφονήσι, στο Μακρύ Γιαλό, στο Μύρτο και στην Χρυσή.
Το Κουφονήσι
Στο Κουφονήσι υπήρχε επίσης παραγωγή πορφύρας και η φίλη Λιάνα μας ενημερώνει:
«Το Κουφονήσι είναι η αρχαία Λεύκη και η ιστορία του νησιού συνδέεται με την επεξεργασία της πορφύρας, του γαστερόποδου από το οποίο έβγαζαν το ομώνυμο χρώμα των αρχαίων και των βυζαντινών. Όπως μας λένε ο Αριστοτέλης και ο Πλίνιος, τα όστρακα μαζεύονταν ζωντανά την αρχή του φθινοπώρου ή το χειμώνα και τα συντηρούσαν σε κέρτους ώσπου να μαζευτούν πάρα πολλά, γιατί κάθε ένα κοχύλι έδινε μόνο μια σταγόνα βαφής. Η βαφή αυτή, η πορφύρα, πουλιόταν την εποχή εκείνη όσο ζύγιζε σε ασήμι. Αν σ’ αυτήν προσέθεταν άνθη υακίνθου, το χρώμα ήταν βιολετί, αλλά εθεωρείτο κατωτέρας ποιότητας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το αποχετευτικό σύστημα του “εργοστασίου” επεξεργασίας που είναι ορατό και σήμερα στον αρχαιολογικό χώρο».







