Συντάξεις: Τι αλλάζει στα όρια ηλικίας από το 2027

Στις χώρες με τα χαμηλότερα πραγματικά όρια ηλικίας συνταξιοδότησης παραμένει η Ελλάδα, καθώς σύμφωνα με τη νέα μελέτη του ΟΟΣΑ η μέση ηλικία αποχώρησης των γυναικών να διαμορφώνεται στα 59,7 έτη και των ανδρών στα 63,2 έτη.
Οι αριθμοί αυτοί κατατάσσουν τη χώρα μας στις χαμηλότερες θέσεις, ως προς τις ηλικίες συνταξιοδότησης, όχι μόνο στον ΟΟΣΑ, αλλά και στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ο λόγος που σήμερα εξακολουθούν και υπάρχουν τα «παράθυρα» για συνταξιοδότηση σε χαμηλότερες ηλικίες ιδίως στις γυναίκες είναι επειδή πολλοί ασφαλισμένοι μπορούν να συνταξιοδοτηθούν με την ηλικία που κατοχύρωσαν στο μεταβατικό διάστημα από 19/8/2015 ως 31/12/2021.
Αν δηλαδή μια ασφαλισμένη κατοχύρωσε το 2019 να συνταξιοδοτηθεί στα 59 της χρόνια, αυτή θα είναι και η ηλικία αποχώρησης, ακόμη και αν τη συμπληρώνει το 2025 που τα όρια ηλικίας είναι 62 έτη με 40ετία ή 67 με 15ετία.
Παρά τις αλλαγές που έγιναν μετά τον Αύγουστο του 2015 με τον Νόμο 4336/2015, που αύξησε σταδιακά τις ηλικίες συνταξιοδότησης για τους παλαιούς -προ του 1993- ασφαλισμένους, τα όρια ηλικίας διατηρήθηκαν χαμηλότερα από άλλες χώρες. Η προσαρμογή των ηλικιών στον νέο νόμο ολοκληρώθηκε το 2021 και από το 2022 τα όρια ηλικίας των παλαιών ασφαλισμένων εξομοιώθηκαν με αυτά των νέων μετά το 1993 ασφαλισμένων, δηλαδή στα 62 έτη με 40 χρόνια ασφάλισης ή στα 67 με 15ετία για την πλήρη σύνταξη και στα 62 έτη με τουλάχιστον 15 χρόνια για τη μειωμένη σύνταξη.
Σύμφωνα με τον αναλυτικό πίνακα που δημοσιεύει το ένθετο «Ασφάλιση και Συντάξεις», οι ηλικίες συνταξιοδότησης σε άλλες χώρες είναι οι εξής:
*Στην Ιταλία, οι γυναίκες αποχωρούν από την εργασία στα 62 έτη και οι άνδρες στα 63.
*Στην Ισπανία, οι ηλικίες είναι 61,8 για τις γυναίκες και 62,1 για τους άνδρες.
*Στη Γερμανία, η μέση ηλικία εξόδου φτάνει τα 63,4 έτη για τις γυναίκες και τα 63,7 για τους άνδρες.
*Στη Δανία, οι αντίστοιχες ηλικίες είναι 63,8 και 64,5, ενώ στη Σουηδία -μια χώρα με ενεργή γήρανση και πολιτικές που ενθαρρύνουν τη μακροχρόνια παραμονή στην εργασία- οι γυναίκες αποχωρούν στα 64,5 έτη και οι άνδρες στα 65,5.
*Στη Νορβηγία, που διαθέτει από τα πιο γενναιόδωρα συστήματα πρόνοιας παγκοσμίως, οι εργαζόμενοι μένουν περισσότερο στην αγορά εργασίας: οι γυναίκες κατά μέσο όρο έως τα 62,4 έτη και οι άνδρες έως τα 64,9.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία στη χώρα μας, από το 2027 η ηλικία για πλήρη σύνταξη θα αναπροσαρμόζεται αυτόματα ανάλογα με τις μεταβολές στο προσδόκιμο ζωής του πληθυσμού άνω των 65 ετών. Αν δηλαδή η Ελληνική Στατιστική Αρχή καταγράψει αύξηση στο προσδόκιμο, η ηλικία συνταξιοδότησης θα αυξηθεί με αναλογικό τρόπο. Η πρώτη εφαρμογή της ρύθμισης αυτής θα πραγματοποιηθεί βάσει της εξέλιξης του προσδόκιμου ζωής άνω των 65 ετών στη δεκαετία 2016-2026.
Στόχος της μεταρρύθμισης είναι να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, η Ελλάδα αναμένεται να έχει από τα υψηλότερα ποσοστά πληθυσμού άνω των 65 ετών έως το 2050.
Οι αλλαγές αυτές θα έχουν άμεσο αντίκτυπο στους ασφαλισμένους. Οσοι σήμερα προσδοκούν συνταξιοδότηση στα 62 με 40 χρόνια ασφάλισης ή στα 67 μπορεί να χρειαστεί να περιμένουν 1 ή 2 χρόνια παραπάνω – ανάλογα με την πορεία του προσδόκιμου ζωής. Το νέο σύστημα, ουσιαστικά, θεσπίζει έναν «δείκτη γήρανσης», που λειτουργεί ως αυτόματος μηχανισμός αύξησης των ηλικιών συνταξιοδότησης.
Η ηλικία εξόδου «αυξάνει» την εργασία των συνταξιούχων
Η μελέτη του ΟΟΣΑ αποκαλύπτει ότι σε χώρες με υψηλότερη κανονική ηλικία συνταξιοδότησης αυξάνεται και η απασχόληση των ατόμων άνω των 65 ετών, αν και η δυναμική αυτή διαφέρει ανά χώρα, ανάλογα με τις θεσμικές δομές και τα συστήματα πρόωρης εξόδου.
Σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, η διακύμανση του ποσοστού απασχόλησης μειώνεται: στην ηλικία 45‑54 ετών, η τυπική απόκλιση πέφτει από 8,2% το 2000 σε 6% το 2023, ενώ για την ηλικία 55‑59 ετών από 13,7% σε 8,1%. Αυτό σημαίνει ότι οι διαφορές ανά χώρα περιορίζονται εκτός από την ηλικία 60‑64, όπου η διακύμανση παραμένει μεγάλη (13,5%).
Η αυξημένη συμμετοχή των συνταξιούχων στο εργατικό δυναμικό δημιουργεί και την ανάγκη επαρκούς εκπαίδευσης και κατάρτισής τους στις σύγχρονες απαιτήσεις της αγοράς εργασίας.

