«Η Ελλάδα οφείλει να θυμάται την ιστορία της, αλλά και να προστατεύει το μέλλον της»


Η ελληνική κοινωνία, μέσα από την ιστορία της, απέδειξε ότι δεν χαρακτηρίζεται από ρατσισμό. Χιλιάδες Έλληνες αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν σε δύσκολες εποχές, κατά τους δύο παγκόσμιους Πολέμους και τον Εμφύλιο. Στη Γερμανία, την Αμερική και την Αυστραλία, οι περισσότεροι έφτασαν μέσω νόμιμων διαδικασιών, μεταφέροντας μαζί τους τον μόχθο, τις παραδόσεις και την πίστη τους. Αυτή η εμπειρία, μας υπενθυμίζει ότι η μετανάστευση υπήρξε κομμάτι της δικής μας ταυτότητας.
Μετά τη Μεταπολίτευση, οι μεταναστευτικές ροές προς την Ελλάδα αυξήθηκαν. Επί κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας και αργότερα του ΠΑΣΟΚ, άνοιξε ο δρόμος για την εγκατάσταση ανθρώπων από τα βόρεια σύνορα. Παρά τις δυσκολίες, πολλοί από αυτούς κατόρθωσαν να ενταχθούν στον ελληνικό τρόπο ζωής, να εργαστούν και να προοδεύσουν, αφήνοντας θετικό αποτύπωμα. Πρόκειται για μια περίοδο που συχνά προβάλλεται ως παράδειγμα ένταξης και δημιουργικής συνύπαρξης.
Στις αρχές του 21ου αιώνα, η χώρα μας βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα νέο φαινόμενο το οποίο αποτελούσαν οι αυξημένες ροές μεταναστών από τη Μέση Ανατολή. Επί κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και αργότερα Νέας Δημοκρατίας, το πρόβλημα έλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις, καθώς οι αφίξεις συνεχίζονται με ένταση. Η πλειονότητα αυτών που φτάνουν είναι νέοι ηλικίες 18 μέχρι 28 ετών, με διαφορετικές θρησκευτικές και πολιτισμικές αναφορές, γεγονός που γεννά ανησυχίες για το μέλλον της κοινωνικής συνοχής, της ορθοδοξίας και της εθνότητας.
Η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα, με περιορισμένες δυνατότητες. Δεν μπορεί να σηκώσει δυσανάλογα βάρη χωρίς συνέπειες. Όταν μάλιστα το μεταναστευτικό συνδέεται με φαινόμενα θρησκευτικού φανατισμού, τότε το ζήτημα αγγίζει ευθέως και την πίστη μας..
Το ζητούμενο, λοιπόν, δεν είναι η άρνηση της μετανάστευσης, αλλά η διαμόρφωση μιας σοβαρής εθνικής στρατηγικής. Μιας πολιτικής που θα στηρίζεται στον ανθρωπισμό, αλλά και στον ρεαλισμό· που θα σέβεται τη διαφορετικότητα, αλλά θα υπερασπίζεται με συνέπεια την πολιτιστική μας συνέχεια και το θρήσκευμα μας.
Γιάννης Η. Κάκανος
Υπαστυνόμος Β’ ε.α.

