Σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ: «Η μεγάλη πρόκληση στην Αντιπολίτευση και η ευκαιρία να ωριμάσει το πολιτικό μας σύστημα»

Σχετικά με τα αδικήματα που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρμόδιο όργανο για τη διερεύνηση τυχόν ποινικών ευθυνών Υπουργών είναι η Βουλή των Ελλήνων και όχι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.
Ως εκ τούτου ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας δεν νομιμοποιείται να ζητήσει έρευνες ή να αξιοποιήσει τυχόν επ’ ευκαιρία προκύπτοντα αποδεικτικά μέσα (επικοινωνίες, έγγραφα κλπ) εις βάρος των δύο Υπουργών.
Η Βουλή είναι αυτή που δια των θεσμικών διαδικασιών που ορίζει το Σύνταγμα και οι νόμοι, θα προβεί στην απαιτούμενη έρευνα, συλλογή αποδεικτικών μέσων, ποινική αξιολόγησή τους και κάθε μορφής προπαρασκευαστικές πράξεις που θα εξωτερικεύσουν την διαμορφωθείσα βούληση του Ελληνικού Κοινοβουλίου θα προωθήσουν ενδεχομένως περαιτέρω την ποινική διαδικασία και θα ήταν ικανές να θίξουν τα δικαιώματα των δύο Υπουργών, μεταβάλλοντας ουσιωδώς την νομική τους
θέση, βάσει της τεκμηρίωσης που θα έχει συλλέξει το μόνο θεσμικά αρμόδιο όργανο που είναι η Βουλή.
Μάλιστα, αν η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είχε προβεί αναρμοδίως σε τέτοιες ενέργειες η Ελλάδα θα δικαιούτο να προσφύγει στο ΔΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ.
Συνεπώς είναι αυτονόητο ότι στην παρούσα φάση δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για τους δύο Υπουργούς. Δεν έχει καν διαταχθεί σχετική έρευνα κατ’ αυτών από τον Ευρωπαίο Εισαγγελέα. Η έρευνα πρέπει να διαταχθεί από τη Βουλή, σύμφωνα με τη ΣΛΕΕ και το Σύνταγμα.
Ας είμαστε ειλικρινείς. Ας μιλήσουμε με όρους ποινικής δικονομίας και όχι επικοινωνιακής διαχείρισης.
Στην παρούσα φάση είναι απαραίτητη η διενέργεια εξεταστικής επιτροπής.
Η εξεταστική επιτροπή δεν είναι έξοδος διαφυγής, δεν είναι κολυμπήθρα του Σιλωάμ. Σε αυτή τη φάση είναι μονόδρομος. Ένας δύσκολος δρόμος δια του οποίου θα συγκεντρωθούν όλα τα στοιχεία, τα οποία δεν έχουν συγκεντρωθεί.
Στο πλαίσιο του in dubio pro reo (εν αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου) και της αρχής ότι κάθε ένας άνθρωπος έχει δικαίωμα σε Δίκαιη Δίκη.
Αλλά και για να αναδειχθούν οι ευθύνες συνολικά, ίσως και κατά άλλων προσώπων.
Τυχόν περαιτέρω παραπομπή των πολιτικών προσώπων από τη Βουλή, θα πρέπει να περιέχει όλα τα πραγματικά και νομικά περιστατικά που συνιστούν αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της αποδιδόμενης στον ύποπτο αξιόποινης πράξης, καθώς και τον νομικό χαρακτηρισμό της.
Πρώτα εξεταστική και στη συνέχεια, αν προκύψουν απαραίτητα στοιχεία, προανακριτική.
Γι αυτό κρίνουμε ότι, η απόρριψη της προανακριτικής σε αυτή τη φάση είναι δικονομικά σωστή καθώς δεν υπάρχουν τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία (όχι γιατί είναι αυτόματα αθώοι αλλά γιατί δεν υπάρχουν διαδικαστικά εχέγγυα δικονομικών αποδείξεων). Αυτά είναι, εξάλλου, τα στοιχεία που θα αναζητήσει η Βουλή μέσω της εξεταστικής επιτροπής, και είναι βέβαιο ότι η Βουλή θα προβεί σε εξονυχιστικό έλεγχο με τη συνεργασία όλων των κομμάτων.
Σε περίπτωση που μετά τη διενέργεια της εξεταστικής προκύψουν επαρκείς ενδείξεις καθώς και ο νομικός χαρακτηρισμός της πράξης, τότε θα κινηθούν οι διαδικασίες παραπομπής των αντίστοιχων πολιτικών προσώπων με τις διαδικασίες που ορίζει, και πάλι το Σύνταγμα, ο Κανονισμός της Βουλής και οι νόμοι του Ελληνικού Κράτους.
Ούτε είναι τόσο απλό, όπως κάποιοι ανησυχούν, μετά την εξεταστική να τεθεί αρχείο η υπόθεση, παρά το αποδεικτικό υλικό που θα έχει συγκεντρωθεί.
Κάτι τέτοιο θα έδινε το δικαίωμα στον Ευρωπαίο Εισαγγελέα να προσφύγει στο ΔΕΕ κατά της Ελλάδας επικαλούμενος την αρχή της επικουρικότητας, με την αιτιολογία ότι, η ελληνική έννομη τάξη παραβίασε τους κοινούς σκοπούς που απορρέουν από τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες.
Άρα με την εξεταστική επιτροπή, δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος να απαλλαγεί κανείς. Αλλά δεν υπάρχει και ο κίνδυνος να παραπεμφθούν άδικα χωρίς τα απαραίτητα στοιχεία, κάτι που για την ποινική δικονομία είναι αντίστοιχα πολύ σημαντικό.
Ούτε υπάρχει περίπτωση καταστρατήγησης της αρχής nebis in idem (ότι κάθε περίπτωση κρίνεται άπαξ). Γιατί στην παρούσα φάση δεν υπάρχει τίποτε για να κριθεί. Να προκύψουν τα στοιχεία από την εξεταστική και τότε μόνο θα μπορούν να κριθούν όλα δίκαια.
Αν παρ΄όλαυτά η Αντιπολίτευση θεωρεί ότι με την καταψήφιση της προανακριτικής σε αυτή τη φάση, υπάρχει ο κίνδυνος να αθωωθούν οι δύο Υπουργοί (λόγω της αρχής ne bis in idem), τότε η Αντιπολίτευση έχει όλη την ευχέρεια (ίσως και ηθικό καθήκον) να αποσύρει την πρόταση προανακριτικής για να μη διευκολύνει την «άδικη αθώωση τους», όπως η ίδια ισχυρίζεται.
Αυτή είναι μία μοναδική πρόκληση για την Αντιπολίτευση και μία μοναδική ευκαιρία για όλους μας να ωριμάσουμε πολιτικά. Να διεκδικήσουμε την πραγματική αλήθεια, μέσα από τη λειτουργία των θεσμών, με όλα τα διαδικαστικά εχέγγυα της ποινικής διαδικασίας.
Ας μην μπερδεύουμε την πολιτική σκοπιμότητα με την ποινική θεσμοθετημένη διαδικασία.
Ας μην εγκλωβιστούμε σε δικολαβίστικους ελιγμούς και στρατηγικές.
Ας αγωνιστούμε όλοι μαζί για το δίκαιο και την αλήθεια. Και ο δρόμος για την αλήθεια είναι η εξονυχιστική έρευνα μέσω της εξεταστικής.
Εμείς τουλάχιστον θα είμαστε παρόντες να παρακολουθήσουμε την Εξεταστική με κάθε λεπτομέρεια, και είμαστε βέβαιοι ότι θα ρίξει άπλετο φως σε αυτή την ιστορία.

