Επιστρέφει το αγροτικό πετρέλαιο
Εκρηκτικό πρόβλημα και με το ηλεκτρικό για τους παραγωγούς
Να βάλει «φρένο» στο εκρηκτικό κόστος της αγροτικής παραγωγής, επιδιώκει η κυβέρνηση, θέλοντας έτσι να κλείσει το φαύλο κύκλο των ανατιμήσεων σε φρέσκα φρούτα και λαχανικά, που «καλπάζουν» τους τελευταίους μήνες.
Το όχι και τόσο μακρινό 2016, οι Τροϊκανοί πέρασαν με συνοπτικές διαδικασίες μια ακόμα φορολογική διάταξη, από αυτές που είχαν στην ατζέντα τους: καταργήθηκε το αγροτικό πετρέλαιο, δηλαδή ο ειδικός χαμηλός Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης, με άλλοθι το λαθρεμπόριο καυσίμων, όπως ακριβώς είχε γίνει λίγο νωρίτερα με την εξίσωση του ΕΦΚ στο πετρέλαιο θέρμανσης. Κι αν τότε η διεθνής τιμή του πετρελαίου ήταν χαμηλή και διαχειρίσιμη η λιανική τιμή του πετρελαίου κίνησης, δεν συμβαίνει το ίδιο τώρα, που η τιμή του έχει πάρει «φωτιά».
Επανέρχεται το αγροτικό πετρέλαιο
Με αυτά τα δεδομένα, το αγροτικό πετρέλαιο επανέρχεται και όπως δήλωσε ο Πρωθυπουργός στη συνέντευξη του στο Mega, θα αναβιώσει το σύστημα της επιστροφής ΕΦΚ του πετρελαίου για αγροτική χρήση το 2022, μέτρο που υπολογίζεται ότι θα καλύψει περίπου 130.000 αγρότες σε συνεργατικά σχήματα, ως επί το πλείστον συνεταιρισμούς. Δεν μπορεί, πάντως, να αγνοήσει κανείς το γεγονός ότι εισόδημα από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα δηλώνουν περίπου 480.000 φορολογούμενοι, οι οποίοι είτε θα πρέπει να ενταχθούν σε τέτοια σχήματα είτε θα συνεχίσουν να επιβαρύνονται με τις πολύ υψηλές τιμές του πετρελαίου κίνησης.
Σήμερα, ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης ανέρχεται στα 410 ευρώ ανά χιλιόλιτρο. Φυσικά ο ΕΦΚ δεν θα επιστρέφεται στο ακέραιο- ούτε με το παλιό σύστημα ίσχυε αυτό- και το υπουργείο Οικονομικών, σε συνεργασία με το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, επεξεργάζονται ήδη τα κριτήρια -π.χ. καλλιεργούμενη έκταση, εισόδημα κ.λ.π.- με βάση τα οποία θα κλιμακώνεται το ποσό της επιστροφής. Στοίχημα αν μη τι άλλο είναι και η ταχύτητα της διαδικασίας επιστροφής, καθώς πριν καταργηθεί το ειδικό καθεστώς, οι αγρότες περίμεναν ως και 3 χρόνια για να δουν το χρώμα του χρήματος, όπως αναφέρει το iefimerida.gr.
Σύμφωνα με τα στοιχεία από το Παρατηρητήριο Καυσίμων, η μέση τιμή του πετρελαίου κίνησης διαμορφώνεται στα 1,516 ευρώ/ λίτρο και είναι αυξημένη κατά περίπου 35% από πέρσι, γεγονός που επιβαρύνει και τους παραγωγούς. Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν, άλλωστε, ότι ενέργεια και λιπάσματα, που αποτελούν περίπου το ¼ του κόστους παραγωγής, σημείωσαν αύξηση 17,2% τον περασμένο Αύγουστο, δηλαδή πριν σημειωθεί η περαιτέρω αύξηση της διεθνούς τιμής του πετρελαίου. Άλλο 35% του κόστους παραγωγής αφορά στις ζωοτροφές, όπου ήδη έγινε μείωση του ΦΠΑ στο 6%, ως έτερο ανάχωμα στις ανατιμήσεις.
Δεν λύνεται το πρόβλημα -Η παράμετρος «ηλεκτρικό ρεύμα»
Το πρόβλημα είναι ότι μειώνοντας την τιμή του πετρελαίου για τους αγρότες, δεν αντιμετωπίζεται παρά μόνο μια από τις παραμέτρους του ενεργειακού κόστους για τους Έλληνες παραγωγούς. Σύμφωνα με την ανάλυση της Eurostat για την κατανάλωση ενέργειας από τον αγροτικό τομέα στην Ευρώπη, το 55% αφορά σε πετρελαιοειδή, που είναι και το βασικό καύσιμο για τις περισσότερες χώρες. Όχι, όμως, σε όλες.
Για παράδειγμα, στην Ολλανδία, το κυρίαρχο καύσιμο στην αγροτική παραγωγή είναι το φυσικό αέριο. Στην Ελλάδα, την πρωτοκαθεδρία και μάλιστα με συντριπτική διαφορά, έχει το ηλεκτρικό ρεύμα και αντιλαμβάνεται κανείς τι σημαίνει αυτό σε μια συγκυρία όπου η χονδρική τιμή σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Η μέση τιμή τον Οκτώβριο έκλεισε στα 198,32 ευρώ/ MWh, όντας δηλαδή αυξημένη κατά 47% από το Σεπτέμβριο, κατά 63% από τον Αύγουστο και κατά 320% από τον περσινό Οκτώβριο.
«Κερασάκι στην τούρτα» η αύξηση των τιμών στα λιπάσματα
Το κερασάκι στην τούρτα; Η αύξηση στις τιμές των λιπασμάτων από την εκρηκτική άνοδο της τιμής του φυσικού αερίου. Σύμφωνα με το Politico, στην πρόσφατη σύνοδο των αρμόδιων υπουργών στο Λουξεμβούργο, έγινε σαφές ότι οι ανατιμήσεις σε βασικά λιπάσματα, όπως η ουρία και το νιτρικό αμμώνιο, θα φτάσουν στο πιάτο των καταναλωτών. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, οι τιμές των λιπασμάτων έχουν σχεδόν διπλασιαστεί μέσα σε ένα χρόνο κι αυτό θα επηρεάσει τις τελικές τιμές των τροφίμων, το αργότερο ως την ερχόμενη Άνοιξη.