Δύο κορυφαίες προτεραιότητες για έξοδο από την κρίση
Του δρ. Ανδρέα Θεοφάνους
Οι διαδοχικές κρίσεις και ο τρόπος διαχείρισής τους έχουν δημιουργήσει ένα κλίμα αβεβαιότητας. Το κυρίαρχο Νεοφιλελεύθερο μοντέλο δεν μπόρεσε να δώσει ικανοποιητικές λύσεις στα προβλήματα των λαών της Ευρώπης. Αντίθετα, καταγράφεται αύξηση της ανισότητας καθώς και του ποσοστού των ανθρώπων που είναι κάτω από το όριο της φτώχειας. Παράλληλα παρατηρείται μια σταδιακή αλλά σταθερή απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων καθώς και συρρίκνωση της μεσαίας τάξης.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι πρωτοφανείς κυρώσεις εις βάρος της Ρωσίας έχουν εντείνει τις πληθωριστικές πιέσεις οι οποίες προϋπήρχαν. Ταυτόχρονα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναφέρει ότι η οικονομική δραστηριότητα σε παγκόσμιο επίπεδο θα επηρεασθεί αρνητικά κατά 2% το 2022. Εν ολίγοις είμαστε ενώπιον του φάσματος του στασιμοπληθωρισμού. Η κατάσταση αυτή οδηγεί σε συρρίκνωση των πραγματικών εισοδημάτων ενώ παράλληλα οι επιχειρήσεις καθίστανται πολύ επιφυλακτικές στους σχεδιασμούς τους. Ως εκ τούτου όχι μόνο δημιουργούνται λιγότερες θέσεις εργασίας αλλά και σε αρκετές περιπτώσεις υπάρχουν απολύσεις. Στην περίπτωση διαιώνισης της σύγκρουσης και των κυρώσεων οι επιπτώσεις θα είναι χειρότερες και για την περίοδο μετά το 2022.
Τα ζητήματα αυτά απασχολούν την ΕΕ καθώς επίσης όλες σχεδόν τις χώρες. Οι Θεσμοί της ΕΕ δεν προβληματίζονται επαρκώς για την ανάγκη αλλαγής του ίδιου του υποδείγματος. Η χαλάρωση των κανονισμών για σκληρή δημοσιονομική πειθαρχία είναι αποτέλεσμα των νέων συνθηκών και όχι της υιοθέτησης μιας νέας φιλοσοφικής προσέγγισης. Και ενώ οι συζητήσεις ήδη λαμβάνουν χώρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο θεωρώ επιβεβλημένο να καταβληθεί κάθε προσπάθεια και σε εθνικό επίπεδο.
Υπάρχουν δύο ευρύτερα ζητήματα. Το ένα αφορά το περιεχόμενο ενός κοινωνικοοικονομικού υποδείγματος. Το δεύτερο επικεντρώνεται γύρω από την αρχιτεκτονική του συστήματος της ευρωπαϊκής και διεθνούς ασφάλειας.
Το υφιστάμενο κοινωνικοοικονομικό υπόδειγμα στις πλείστες χώρες της ΕΕ εν πολλοίς στηρίζεται στον Νεοφιλελευθερισμό. Τα τελευταία χρόνια βιώνουμε διαδοχικές κρίσεις με αρνητικά αποτελέσματα. Το ζητούμενο είναι η διαφοροποίηση αυτής της κατάστασης.
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και του ιδεολογικού ανταγωνισμού ένα μεγάλο μέρος της Αριστεράς είχε δαιμονοποιήσει το κέρδος. Αυτό ήταν λάθος. Στην εποχή του Νεοφιλελευθερισμού η επιδίωξη του υπερκέρδους έχει καταστεί υπέρτατος στόχος και προφανώς επηρεάζει αρνητικά τον δημόσιο βίο. Αυτό είναι εξ ίσου λάθος.
Είναι σημαντικό να κινηθούμε προς μια κατάσταση πραγμάτων όπου να επικρατεί το μέτρο. Μια τέτοια κατάσταση είναι δυνατόν να οδηγήσει σε μια πορεία ισοζυγισμένης ανάπτυξης. Θα είναι επίσης εφικτό να προωθηθούν άλλες αξίες και προτεραιότητες όπως η αλληλεγγύη και η κοινωνική συνοχή. Η προώθηση ενός νέου υποδείγματος το οποίο θα περιλαμβάνει και ένα συγκεκριμένο αξιακό σύστημα δεν είναι εύκολη υπόθεση. Είναι όμως απαραίτητο να γίνει. Ως εκ τούτου θα πρέπει να εκφρασθεί και να υλοποιηθεί σε πολιτικό επίπεδο.
Επιπρόσθετα, ένα νέο υπόδειγμα, στο οποίο θα υφίστανται οι αρχές της αλληλεγγύης και του αλληλοσεβασμού, σε συνδυασμό με την κατανόηση των πυλώνων της Ρεαλιστικής Σχολής Σκέψης στις διεθνείς σχέσεις θα συμβάλει στην οικοδόμηση ενός ευρωπαϊκού και διεθνούς συστήματος ασφάλειας στο οποίο οι συγκρούσεις και η βία θα μειωθούν σημαντικά. Υπογραμμίζεται συναφώς ότι λίγες βδομάδες πριν τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου Harvard των ΗΠΑ Stephen M. Walt προειδοποιούσε για τον επικείμενο πόλεμο ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι αγνοήθηκαν βασικοί κανόνες της Realpolitik. Μεταξύ άλλων, ο Walt υποδείκνυε ότι οι προθέσεις για την περαιτέρω επέκταση του ΝΑΤΟ εγκυμονούσαν σοβαρούς κινδύνους. Αυτή η διαπίστωση δεν παραγράφει όμως τις ευθύνες της Ρωσίας. Ούτως ή άλλως, η ανθρώπινη τραγωδία στην Ουκρανία και οι πολυδιάστατες συνέπειες στην Ευρώπη και τη διεθνή κοινότητα υπενθυμίζουν την αναγκαιότητα για μια ευρύτερη επαναξιολόγηση της λειτουργίας του διεθνούς συστήματος και των προτεραιοτήτων της ανθρωπότητας.
Αποτελεί θετική εξέλιξη ότι διάφοροι αξιωματούχοι δυτικών χωρών καθώς και διανοητές κατανοούν ότι σε κάποια στιγμή θα πρέπει να υπάρξουν συνομιλίες μεταξύ Δύσης και Ρωσίας για τον άμεσο τερματισμό του πολέμου. Μέγιστος στόχος θα πρέπει να είναι και η δημιουργία συνθηκών ειρηνικής συνύπαρξης και συνεργασίας. Εν κατακλείδι, η ανθρωπότητα οφείλει να επιλέξει εκείνη την πορεία η οποία οδηγεί σε ένα σταθερό περιβάλλον ασφάλειας και ευημερίας.
* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.