Σαν σήμερα "έφυγε" ο Κώστας Μουντάκης (pics+vid)
Σήμερα συμπληρώνονται 31 χρόνια από την ημέρα που "έφυγε" ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς λυράρηδες του νησιού
Ο Κώστας Μουντάκης γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1926 στο χωριό Αλφά της επαρχίας Μυλοποτάμου. Ήταν το μικρότερο από τα επτά παιδιά του Νίκου και της Καλλιόπης Μουντάκη. Η μητέρα του ήταν από το γένος των Καλλιγιάννηδων. Η βαθύτερη καταγωγή της οικογένειάς Μουντάκης είναι από τον Καλλικράτη Σφακίων. Ο προπάππους του, Μανούσος υπήρξε πρωτοπαλίκαρο του Χατζημιχάλη Νταλιάνη και σκοτώθηκε πολεμώντας τους Τούρκους στο Φραγκοκάστελλο στην Επανάσταση του 1827.
Ο πατέρας του, υπήρξε ικανός χορευτής αλλά και συνάμα καλός τραγουδιστής. Είχε το παρατσούκλι "κελαϊδής". Δυστυχώς όμως πέθανε τρεις μόλις μήνες μετά την γέννηση του Κώστα. Τον Κώστα Μουντάκη τον βάφτισαν στην ιστορική Μονή του Αρκαδίου. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο το 1938, συνέχισε στο ημιγυμνάσιο του Πανόρμου, αλλά λόγω οικονομικών δυσκολιών της πολύτεκνης οικογένειας του αναγκάζεται να διακόψει τις σπουδές του. Λύρα έπαιζε στο σπίτι του, ο μεγάλος του αδερφός, ο Νικήστρατος και ο νονός του ο Στουμπούρης, ενώ βασικός δάσκαλος του υπήρξε ο συγχωριανός του Δημήτρης Καφάτος.
Παίζοντας για ώρες μόνος του, άρχισε να μαθαίνει τους σκοπούς και τα ξόμπλια τους, τα "μυστικά" της τεχνικής της λύρας και τελειοποίησε την τεχνική του έτσι ώστε, στην κατοχή – 15χρονος πια – έπαιζε το στο καφενείο του χωριού για να ξεκουράσει το δάσκαλό του, το Καφφάτο. Όταν λίγο αργότερα, μπόρεσε να "κρατήσει" μόνος του έναν ολόκληρο γάμο χρίστηκε πλέον επίσημα λυράρης!
Η αγάπη του για τη λύρα φάνηκε από πολύ νωρίς. Την πρώτη του λύρα την απέκτησε το 1943 σε ηλικία 17 ετών, αφού έδωσε ένα αρνί και πέντε οκάδες τυρί. Για να βγάλει τα προς το ζειν δούλεψε μαζί με έναν πλανόδιο μικροπωλητή, από αυτή την εμπειρία του ο Μουντάκης αργότερα έγραψε ένα από τα σημαντικότερα τραγούδια του τον Πραματευτή.
Στα εργαστήρια των οργανοποιών η κρητική λύρα εκείνη την περίοδο, αποκτά τη σημερινή της μορφή, η τεχνική παιξίματος γίνεται όλο και πιο δεξιοτεχνική, το ρεπερτόριο εμπλουτίζεται και επεκτείνεται πέρα από τα τοπικά όρια, αποκτώντας πλέον παγκρήτια διάδοση. Σ' αυτήν την εξελικτική διαδικασία ο Κώστας Μουντάκης θα συμβάλλει αποφασιστικά, ενδυναμώνοντας με την τέχνη του την παρουσία δεξιοτεχνών μουσικών που λειτουργούν ταυτόχρονα ως φορείς της λαϊκής παράδοσης αλλά και ως συνθέτες, με αναγνωρίσιμο προσωπικό ύφος και έργο.
Ο Κώστας Μουντάκης κατετάγη στη χωροφυλακή το 1948 σε ηλικία 22 ετών. Υπηρέτησε στα Χανιά, όπου γνωρίζεται με τον Γιώργο και τον Στέλιο Κουτσουρέλη, με τους οποίους και συνεργάζεται παίζοντας για πρώτη φορά στον τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό που διηύθυνε τότε ο Δασκαλάκης. Ένα χρόνο αργότερα το 1949 μετατίθεται στην Αθήνα όπου βρίσκονται και άλλοι σπουδαίοι κρητικοί μουσικοί, όπως ο Θανάσης Σκορδαλός, ο Γιώργος Μουζουράκης κ.α.
Με τον Γιώργη Βυζιργιαννάκη (Βυζυργιάννη) για συνοδεία στο λαούτο, απευθύνεται στην ραδιοφωνία, που είχε τότε μεγάλη δύναμη στην προβολή της παραδοσιακής μουσικής, κάτω από την άγρυπνη επίβλεψη του Σίμωνα Καρά. Το 1951 "περνάει" από τον "αυστηρό" έλεγχο της επιτροπής του Ε.Ι.Ρ. και από τότε ξεκινάει μια στενή συνεργασία με τον Καρά παίζοντας επανειλημμένα στο ραδιόφωνο προβάλλοντας την κρητική μουσική στο πανελλήνιο.
Παράλληλα κάνει στέκι του την τοπική ταβέρνα «Χανιά» του Ευτύχη Μπασιά πίσω από την Αγία Ειρήνη, στην οδό Αιόλου, όπου έπαιζαν μαζί του και οι δύο σπουδαίοι βιολάτορες, Κωνσταντίνος Παπαδάκης (Ναύτης) και ο Αντρέας Μαριάνος. Στην ταβέρνα του Μπασιά έπαιζε κάθε Σαββατοκύριακο για σχεδόν 18 χρόνια. Το κέντρο αυτό ήταν υπόγειο και οι μουσικοί έπαιζαν χωρίς μικρόφωνο. Κάτι που δεν είναι γνωστό, είναι ότι εκείνη την περίοδο ο Κώστας Μουντάκης υπήρξε εκτός των άλλων και Πρωτοχορευτής στο Θέατρο της Δόρας Στράτου μαζί με τον Μύρωνα Σαπουντζή.
Η συνεργασία του Κώστα Μουντάκη για 20 συναπτά έτη με τον σπουδαίο λαουτιέρη και τραγουδιστή Νίκο Μανιά συνοδεύτηκε από αξεπέραστα γλέντια και σημαντικές δισκογραφικές στιγμές.
Αργότερα συνεργάστηκε με τον δεξιοτέχνη Γιάννη Ξυλούρης (Ψαρογιάννη) και τον Μαρκοβαγγέλη. Την περίοδο από το 1950 μέχρι το 1952, είχε αποσπαστεί στο ιδιαίτερο γραφείο του Σοφοκλή Βενιζέλου, όπου του δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσει τον πολιτικό κόσμο της εποχής. Όπως είχε πει ο ίδιος: – "Αν ήθελα θα μπορούσα να είχα αποκτήσει μεγάλη δύναμη, όμως δεν μου πήγαινε αυτό το κλίμα. Παρά τις γνωριμίες, ουδέποτε επωφελήθηκα, είχα τον εγωισμό, την περηφάνια.. Δεν χτυπούσα πόρτες…".
Αργότερα παραιτείται και αναγκάζεται να εργαστεί στο «Εργοστάσιο Λιπασμάτων στη Δραπετσώνα» για 16 ολόκληρα χρόνια μέχρι το 1967 περίπου.
Το 1952 συνοδεύει για πρώτη φορά σε δίσκο τον Στέλιο Κουτσουρέλη στο συρτό "Ήρπαξα και μπαΐλντισα" που κυκλοφόρησε η δισκογραφική εταιρία (Columbia), ενώ το 1954 τραγουδάει για πρώτη φορά σε δίσκο με συνοδεία και πάλι τους αδελφούς Κουτσουρέλη, τον Καστελιανό συρτό όπου ακούστηκε η μαντινάδα: "Δεν θέλω μέσα στην καρδιά να βάλω κι άλλο πόνο θέλω η πληγή που μ’ άνοιξες αυτή να μείνει μόνο".
Στη συνέχεια, αφού αλλάζει εταιρεία και πηγαίνει στην Οdeon, ξεκινάει με τον δίσκο που περιείχε το συρτό "Ζητιάνος" και την "Ρεθυμνιωτοπούλα. Ο Κώστας Μουντάκης έχει έναν μακρύ κατάλογο δισκογραφικών εκδόσεων που τον καθιερώνουν ως τον περισσότερο ηχογραφημένο λυράρη της Κρητικής Μουσικής. "Πραματευτής", "Ένα ματσάκι γιασεμιά", "Αργαλειός", "Μυλωνάδες και μαζώχτρες", "Ερωτόκριτος", "Κρητικός Γάμος", "Αναφορά στον Καζαντζάκη", είναι μερικές μόνο από τις δισκογραφικές επιτυχίες του.
Η καταξίωση και η φήμη του Μουντάκη εξαπλώθηκε σε όλη την Κρήτη και στους ξενιτεμένους Κρητικούς και Έλληνες της διασποράς τους οποίους είχε επισκεφτεί πολλές φορές. Για πρώτη φορά πήγε στην Αμερική το 1960 και το 1971 στον Καναδά, την Αυστραλία την Νότιο Αφρική και άλλες χώρες με ελληνική ομογένεια.
Η συνεργασία του με τον ανερχόμενο τότε Νικόλα Αλεφαντινό άφησε εκτός από σπουδαίες στιγμές γλεντιού και τηλεοπτικές εμφανίσεις στην Κρατική Τηλεόραση και Ραδιοφωνία και την σπουδαία δισκογραφική έκδοση «Μερακλήδες» που αποτελεί σημείο αναφοράς για τους νεότερους Κρήτες καλλιτέχνες. Ένα ταξίδι του στην Ινδία, σε ηλικία 49 ετών τον επηρεάζει βαθύτατα. Εντυπωσιάζεται από το παίξιμο των ανατολίτικων εγχόρδων με δοξάρι και συνειδητοποιεί την ευρύτερη πολιτισμική παράδοση όπου εντάσσεται και η λύρα.
Μιλάει μ' ενθουσιασμό για το σαράγκι, το καμαϊτσά, τον κεμανέ. Προβληματίζεται "Ο λαός μας είναι Ανατολίτης. Οι καταβολές μας, το πιστεύω μας ανατολίτικα δεν είναι; Δεν ανήκουμε στη Δύση… άλλου παπά πετραχήλι… Ποιοι είμαστε όμως; Η Ανατολή έχει μουσική παράδοση, μουσική παιδεία ανεπτυγμένη, έχει θησαυρούς κι ας είναι ξυπόλυτη.. Εμείς στην εποχή μου με μια σαρδέλα, μια ελιά κι ένα ξεροκόμματο κάναμε τα ζεύκια μας και κρατούσαμε άδολα και άσπιλα την παράδοσή μας. Μήπως λοιπόν η σημερινή χλιδή μας κάνει ζημιά;).
Από το 1975 λοιπόν την χρονιά που η υγεία του περνάει μια κρίση, αναγκάζεται να διακόψει την επαγγελματική του δραστηριότητα και παίζει μόνο σε επιλεγμένα γλέντια και εκδηλώσεις. Μέσα σε αυτό το διάστημα θεωρεί ως επιτακτική ανάγκη την παιδεία, δηλαδή τη μάθηση και τη διδασκαλία της κρητικής λύρας στα νέα παιδιά με την ίδρυση σχολών στις μεγαλύτερες πόλεις της Κρήτης.
Με τη συνεργασία του γιου του, του Μάνου Μουντάκη (που ο ίδιος ο Μουντόκωστα τον είχε παροτρύνει να ακολουθήσει σοβαρές μουσικές σπουδές) συνέχισε ως το τέλος της ζωής του να προβληματίζεται πάνω στη μέθοδο διδασκαλίας της λύρας.
Επίσης συμπαραστέκεται στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών και γίνεται πολύτιμος συνεργάτης στα ερευνητικά προγράμματα εθνομουσικολογίας του Ινστιτούτου.
Το 1976 ανταποκρίνεται στο κάλεσμα της Ελένης Καραϊνδρου συμπράττοντας στα μαθήματα εκμάθησης παραδοσιακών οργάνων που διοργανώνει στην Γκαλερί "Ώρα", σε συνεργασία και με άλλους μεγάλους δεξιοτέχνες (Τ. Χαλκιά, Ν. Στεφανίδη, Αρ. Βασιλάρη, Αρ. Μόσχο κ.α.). Τρία χρόνια αργότερα (1979) ιδρύει την πρώτη σχολή λύρας στο Ωδείο του Ηρακλείου "Απόλλων" για ν' ακολουθήσουν το Ρέθυμνο (1980), τα Χανιά (1981), ο Αγ. Νικόλαος (1983) και η Αθήνα (1985 στο "Ελληνικό Ωδείο", αν και είχε αρχίσει μαθήματα και παλιότερα στην "Παγκρήτιο Ένωση").
Για τη διδασκαλία του έλεγε: "Δεν τους διδάσκω πεντάγραμμο, αλλά με τον δικό μου τρόπο, στα δάχτυλά τους, τους δείχνω που είναι ο κάθε τόνος. Έτσι μαθαίνουν εύκολα όταν τους τραγουδώ τις νότες. Θέλω μαζί με την τεχνική να καλλιεργούν και την ψυχική τους ευαισθησία. Όχι πράγματα σε καλούπι. Πρέπει ο κάθε λαϊκός μουσικός που εκφράζεται με το συναίσθημα και το ένστικτο του να δημιουργεί ανάλογα με την ψυχική του διάθεση τον χαρακτήρα του, τα γεννήματα του. Να βάλει τον εαυτό του μέσα. Αυτό του δίνω εγώ να καταλάβει. Εγώ θα του πω τί; βάσεις, θα του δείξω τις ρίζες, κι ας τον-ε. Δεν τον καθηλώνω…".
Ο Κώστας Μουντάκης ήταν ένας αληθινός βάρδος, ένας γνήσιος εκφραστής της λεβεντιάς, της ομορφιάς, της λευτεριάς, και της δημοκρατικότητας του Κρητικού και της κρητικής ψυχής.
Έφυγε από την ζωή στις 31 Ιανουαρίου 1991 βυθίζοντας στο πένθος ολόκληρη την Κρήτη και τους φίλους αυτής. Το έργο του όμως θα μείνει αθάνατο γιατί ήταν τόσο σπουδαίο και σημαντικό που δεν μπορεί να υπάρξει Κρητικό γλέντι χωρίς να ακουστούν τα τραγούδια που χάρισε απλόχερα στον λαό με τόση αγάπη και δεξιοτεχνία.
Πηγή: kritikiparadosi.gr