Γιατί τα ελληνικά ομόλογα προσελκύουν ξένους επενδυτές σε μια δύσκολη ευρωπαϊκή συγκυρία
Η αυξημένη ζήτηση για ελληνικά ομόλογα αντικατοπτρίζει τη βελτιωμένη δημοσιονομική εικόνα της Ελλάδας σε αβέβαιο ευρωπαϊκό περιβάλλον.
Η αυξημένη ζήτηση που καταγράφεται για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα δεν αποδίδεται σε συγκυριακούς παράγοντες ή σε βραχυπρόθεσμο επενδυτικό ενθουσιασμό. Αντίθετα, αντανακλά μια συνειδητή αξιολόγηση της σημερινής ευρωπαϊκής οικονομικής πραγματικότητας, σε μια περίοδο όπου μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης αντιμετωπίζουν δημοσιονομικές πιέσεις και αυξημένη αβεβαιότητα. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η Ελλάδα εμφανίζεται πλέον ως περίπτωση σχετικής σταθερότητας, με βελτιωμένους δείκτες, πιο προβλέψιμη δημοσιονομική πορεία και αποδόσεις που κρίνονται ελκυστικές.
Η εικόνα αυτή αποτυπώνεται ξεκάθαρα στην αγορά χρέους. Οι αποδόσεις των ελληνικών τίτλων παραμένουν συγκρατημένες, τα spreads κινούνται σε επίπεδα συμβατά με χώρες επενδυτικής βαθμίδας, ενώ οι πρόσφατες εκδόσεις και επανεκδόσεις του Ελληνικού Δημοσίου καλύπτονται χωρίς δυσκολία. Το ενδιαφέρον είναι σταθερό, αν και όχι άκριτο, καθώς οι επενδυτές εξακολουθούν να σταθμίζουν τους κινδύνους.
Ενδεικτικό είναι το δεκαετές ελληνικό ομόλογο, το οποίο διαπραγματεύεται με spread λίγο πάνω από τις 60 μονάδες βάσης έναντι του γερμανικού τίτλου αναφοράς, με αποδόσεις κοντά στο 3,4% – 3,5%. Πρόκειται για επίπεδα που δύσκολα παραπέμπουν σε οικονομία υπό πίεση, ιδίως σε μια συγκυρία όπου ακόμη και τα ομόλογα του πυρήνα της Ευρωζώνης παρουσιάζουν ανοδικές τάσεις.
Η ζήτηση αποτυπώθηκε και στις πρόσφατες επανεκδόσεις. Σε δεκαετή τίτλο, οι προσφορές ξεπέρασαν τα 900 εκατ. ευρώ για άντληση μόλις 250 εκατ. ευρώ, με λόγο κάλυψης σχεδόν 4 προς 1. Αντίστοιχα, στη βραχυπρόθεσμη αγορά, οι δημοπρασίες εντόκων γραμματίων πραγματοποιούνται με αποδόσεις κάτω από το 2%, γεγονός που δείχνει ότι το ενδιαφέρον δεν περιορίζεται μόνο στη μακρά διάρκεια.
Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι αυτή η εικόνα διαμορφώνεται χωρίς την ενεργή στήριξη της Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι επανεπενδύσεις μέσω του προγράμματος PEPP έχουν σταματήσει και η ποσοτική σύσφιξη βρίσκεται σε εξέλιξη. Παρ’ όλα αυτά, η αγορά απορροφά τους ελληνικούς τίτλους χωρίς εντάσεις, όχι επειδή η χώρα θεωρείται άτρωτη, αλλά επειδή δεν συγκαταλέγεται σήμερα στις βασικές εστίες ανησυχίας.
Καθοριστικό ρόλο παίζουν και οι αξιολογήσεις. Ο Fitch Ratings έκανε λόγο για ισχυρή δημοσιονομική θέση και σταθερή μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, υπογραμμίζοντας ότι η Ελλάδα εμφανίζει πλέον χαρακτηριστικά χώρας επενδυτικής βαθμίδας. Αντίστοιχα, η Scope Ratings επιβεβαίωσε τη βαθμίδα BBB και αναβάθμισε τις προοπτικές σε θετικές, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο περαιτέρω βελτίωσης.
Κοινός παρονομαστής των εκτιμήσεων αυτών είναι η δομή του ελληνικού χρέους: μέση διάρκεια άνω των 18 ετών, χαμηλό μέσο κόστος εξυπηρέτησης και περιορισμένες ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες. Όπως επισημαίνει και η Τράπεζα της Ελλάδος, όλες οι διεθνώς αναγνωρισμένες αξιολογήσεις της χώρας βρίσκονται πλέον σε επενδυτική βαθμίδα, ενώ η τιμολόγηση των ελληνικών τίτλων εμφανίζεται ευνοϊκότερη σε σχέση με άλλες χώρες της ίδιας κατηγορίας.
Για τους διαχειριστές κεφαλαίων, η Ελλάδα δεν εξετάζεται αποκομμένα. Η σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη είναι αναπόφευκτη. Η Ιταλία εξακολουθεί να επιβαρύνεται από υψηλό λόγο χρέους και πολιτικές αβεβαιότητες, ενώ η Γαλλία αντιμετωπίζει επίμονα ελλείμματα και δυσκολίες δημοσιονομικής προσαρμογής. Αντίθετα, χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία προσφέρουν χαμηλότερες αποδόσεις χωρίς ουσιαστικά διαφορετικό πιστωτικό προφίλ. Σε αυτό το πλαίσιο, τα ελληνικά ομόλογα λειτουργούν ως επενδυτική επιλογή σχετικής αξίας, συνδυάζοντας υψηλότερη απόδοση χωρίς αντίστοιχο ασφάλιστρο κινδύνου.
Σημαντικό είναι και το ποιοι επενδύουν. Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, μεγάλο μέρος της ζήτησης προέρχεται από θεσμικούς επενδυτές μακράς πνοής – ασφαλιστικά ταμεία, συνταξιοδοτικά κεφάλαια και funds σταθερού εισοδήματος – και όχι από βραχυπρόθεσμα κερδοσκοπικά χαρτοφυλάκια. Η παρουσία αυτών των επενδυτών «πραγματικού χρήματος» λειτουργεί σταθεροποιητικά και περιορίζει την πιθανότητα απότομων διακυμάνσεων.
Παρά τη σαφώς βελτιωμένη εικόνα, οι επιφυλάξεις δεν έχουν εξαλειφθεί. Η αγορά δεν έχει ακόμη δοκιμαστεί σε συνθήκες γενικευμένης ευρωπαϊκής κρίσης μετά την επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα. Σε ένα τέτοιο σενάριο, η στήριξη δεν θα ήταν αυτόματη, καθώς δεν θα υπήρχε η προστατευτική ομπρέλα της ΕΚΤ, ενώ τα διαθέσιμα εργαλεία συνοδεύονται από όρους και πολιτικές αξιολογήσεις.
Η σημερινή εμπιστοσύνη προς τα ελληνικά ομόλογα δεν βασίζεται σε αφηγήματα «ελληνικής εξαίρεσης» ή σε προσδοκίες ταχείας ανάπτυξης. Εδράζεται σε μια ψύχραιμη ανάγνωση της ευρωπαϊκής πραγματικότητας, όπου η Ελλάδα προσφέρει σήμερα αυτό που αναζητούν πολλά χαρτοφυλάκια: απόδοση, σχετική ασφάλεια και προβλεψιμότητα, σε έναν ολοένα πιο απαιτητικό επενδυτικό χάρτη.






