Ιατρική επανάσταση: Πρώτη εγκυμοσύνη με καινοτόμο μέθοδο AI – Η τεχνητή νοημοσύνη στο πλευρό της γονιμότητας
Η τεχνητή νοημοσύνη εντόπισε δύο ζωντανά σπερματοζωάρια ανάμεσα σε εκατομμύρια εικόνες και κατέστησε δυνατή τη γονιμοποίηση
Μια επαναστατική τεχνολογική πρόοδος στον τομέα της αναπαραγωγικής ιατρικής σημειώθηκε πρόσφατα, καθώς καταγράφηκε η πρώτη επιτυχής εγκυμοσύνη με τη βοήθεια μιας καινοτόμου μεθόδου τεχνητής νοημοσύνης (AI), η οποία υπόσχεται να μεταμορφώσει τη διαχείριση της ανδρικής υπογονιμότητας.
Η νέα αυτή προσέγγιση αξιοποιεί την τεχνητή νοημοσύνη για τον εντοπισμό ελάχιστων ζωντανών σπερματοζωαρίων σε περιπτώσεις σοβαρής αζωοσπερμίας — μιας κατάστασης που χαρακτηρίζεται από την απουσία σπερματοζωαρίων στο εκσπερματούμενο υγρό και ευθύνεται για περίπου το 10% των περιπτώσεων ανδρικής στειρότητας.
Η συνεργασία μεταξύ τεχνολογιών αιχμής, όπως η τεχνητή νοημοσύνη και η ρομποτική, κατέστησε δυνατή μια εγκυμοσύνη που διαφορετικά θα ήταν αδύνατη, την οποία αναζητούσε χωρίς επιτυχία ένα ζευγάρι για 19 χρόνια, το οποίο πήγαινε από το ένα κέντρο στο άλλο και δοκίμαζε διαφορετικές τεχνικές.
Το πειραματικό αποτέλεσμα περιγράφεται στο περιοδικό The Lancet και περιορίζεται σε μία μόνο περίπτωση, αλλά καταδεικνύει τη δυνατότητα εφαρμογής της τεχνικής σε περιπτώσεις ανδρικής υπογονιμότητας λόγω πολύ χαμηλού αριθμού σπερματοζωαρίων (αζωοσπερμία).
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο Κέντρο Γονιμότητας του Πανεπιστημίου Κολούμπια, με επικεφαλής τον Ζεβ Γουίλιαμς, με τον συντονισμό του Χέμαντ Σουριαουάνσι.
«Η ομάδα μας περιλαμβάνει ειδικούς σε προηγμένες τεχνικές απεικόνισης, μικρορευστομηχανική και αναπαραγωγική ενδοκρινολογία για να αντιμετωπίσει κάθε απαραίτητο βήμα για την εύρεση και απομόνωση σπάνιων σπερματοζωαρίων», σημειώνει ο Σουριαουάνσι, ο πρώτος συγγραφέας του άρθρου.
«Ένα δείγμα σπέρματος μπορεί να φαίνεται εντελώς φυσιολογικό, αλλά όταν το κοιτάς κάτω από μικροσκόπιο, το μόνο που βλέπεις είναι μια θάλασσα από κυτταρικά υπολείμματα, χωρίς ορατά σπερματοζωάρια», λέει ο Γουίλιαμς, ο κύριος συγγραφέας της μελέτης.
Εξαιτίας αυτού, προσθέτει, «σε πολλά ζευγάρια με ανδρική υπογονιμότητα λένε ότι έχουν χαμηλές πιθανότητες να αποκτήσουν βιολογικό παιδί».
Για να ξεπεραστεί αυτό το εμπόδιο, έχει αναπτυχθεί μια μέθοδος που ονομάζεται Star (Sperm Tracking and Recovery), η οποία συνδυάζει διάφορες τεχνολογίες για την αναγνώριση και ανάκτηση σπέρματος από άνδρες με αζωοσπερμία. Συγκεκριμένα, η μέθοδος χρησιμοποιεί τεχνολογία ανάλυσης εικόνας υψηλής ισχύος, ικανή να καταγράψει πάνω από 8 εκατομμύρια εικόνες σε λιγότερο από μία ώρα.
Στη συνέχεια, μπαίνει σε λειτουργία το σύστημα τεχνητής νοημοσύνης, εκπαιδευμένο να αναγνωρίζει βιώσιμα σπερματοζωάρια. Μόλις αναγνωριστούν, κατευθύνονται σε ένα τσιπ με κανάλια λεπτότερα από μια τρίχα και σε χιλιοστά του δευτερολέπτου, ένα ρομπότ εξάγει απαλά το σπέρμα, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία ενός εμβρύου ή να αποθηκευτεί σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες για μελλοντική χρήση.
Η τεχνική δοκιμάστηκε σε ένα 19χρονο ζευγάρι που προσπαθούσε να αποκτήσει παιδί. Η 37χρονη γυναίκα είχε υποβληθεί σε 11 κύκλους διέγερσης των ωοθηκών για υποβοηθούμενη γονιμοποίηση, αλλά χωρίς επιτυχία. Ο 39χρονος άνδρας είχε σοβαρό πρόβλημα αζωοσπερμίας. Δουλεύοντας με το δείγμα σπέρματος, το σύστημα Star σάρωσε 2,5 εκατομμύρια εικόνες, εντοπίζοντας δύο βιώσιμα σπερματοζωάρια, τα οποία στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία δύο εμβρύων και την έναρξη της εγκυμοσύνης.
Ένα μόνο σπερματοζωάριο, αρκετό για να δημιουργήσει ένα έμβρυο
«Ένα μόνο υγιές σπερματοζωάριο είναι αρκετό για να δημιουργήσει ένα έμβρυο», σχολιάζει ο Williams.
Δεκατρείς ημέρες μετά τη μεταφορά, η γυναίκα είχε το πρώτο θετικό τεστ εγκυμοσύνης, το οποίο προχώρησε σε επιβεβαιωμένη κλινική εγκυμοσύνη. Στις 8 εβδομάδες κύησης, η ασθενής παραπέμφθηκε για μαιευτική φροντίδα, με υπερηχογράφημα που έδειξε φυσιολογική ανάπτυξη του εμβρύου και καρδιακό ρυθμό 172 παλμούς ανά λεπτό.
Το επόμενο βήμα θα είναι η επαλήθευση της εγκυρότητας αυτής της τεχνικής σε μεγαλύτερο αριθμό περιπτώσεων και έχουν ήδη ξεκινήσει κλινικές δοκιμές για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητάς της.
Πηγή: The Lancet, mediafax.ro, ΕΡΤ







