Στην Ελλάδα των 10 εκατομμυρίων, μόνο το 1 κάνει διακοπές – Οι άλλοι ιδρώνουν για τα βασικά!

Ενώ τα στοιχεία δείχνουν ότι νησιά και τουριστικοί προορισμοί "βούλιαξαν" από κόσμο τις ημέρες του Πάσχα, μια πιο προσεκτική ανάλυση αποκαλύπτει μια ανησυχητική κοινωνική πραγματικότητα.
Η ισχυρή καταναλωτική δραστηριότητα φαίνεται να περιορίζεται σε ένα ποσοστό περίπου 10% του ελληνικού πληθυσμού, που διαθέτει τα οικονομικά μέσα να γεμίσει ταβέρνες, ξενοδοχεία και πολυτελείς προορισμούς.
Αντίθετα, η πλειοψηφία των πολιτών – τα υπόλοιπα 9 εκατομμύρια Έλληνες – αγωνίζονται καθημερινά, συχνά μέσα από δύο και τρεις δουλειές, με 14ωρα ωράρια, για να συγκεντρώσουν ένα στοιχειώδες εισόδημα που να επιτρέπει μια μικρή έξοδο ή μια σύντομη εκδρομή.
Η κατάρρευση της αγοραστικής δύναμης
Το γεγονός ότι ένα μικρό ποσοστό πληθυσμού στηρίζει την τουριστική και εστιατορική αγορά, δεν συνιστά πραγματικό λόγο πανηγυρισμού.
Πριν από 15 χρόνια, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα ανερχόταν στα 1.500 ευρώ, επιτρέποντας αξιοπρεπή διαβίωση με μία μόνο εργασία. Σήμερα, με μισθούς στα 880 ευρώ, η δυνατότητα οικονομικής ανεξαρτησίας έχει γίνει για πολλούς άπιαστο όνειρο.
Οι συνέπειες της δεκαετούς λιτότητας, των μνημονίων και της μερικής απασχόλησης έχουν αφήσει ισχυρό αποτύπωμα στις νεότερες γενιές, οδηγώντας αρκετούς είτε να απορρίπτουν χαμηλόμισθες θέσεις είτε να αναζητούν καλύτερες προοπτικές στο εξωτερικό.
Η πολιτική ανισορροπία και οι κοινωνικές επιπτώσεις
Η δυσφορία των μεσαίων και αδύναμων στρωμάτων έχει βαθιές πολιτικές προεκτάσεις. Σήμερα, ένα 35% του εκλογικού σώματος, αποτελούμενο κυρίως από προνομιούχους αστούς, φαίνεται να διατηρεί την επιρροή του στις πολιτικές εξελίξεις. Το υπόλοιπο 65%, που περιλαμβάνει δυναμικές αλλά κατακερματισμένες κοινωνικές ομάδες, παραμένει σε κατάσταση κοινωνικής επισφάλειας.
Αυτός ο συσχετισμός 1/3 έναντι 2/3, παρά τις κατά καιρούς διακυμάνσεις, παραμένει σταθερός. Όμως, αν το πολιτικό σύστημα συνεχίσει να αγνοεί τις ανάγκες της πλειοψηφίας, το χάσμα μπορεί να διευρυνθεί ακόμα περισσότερο, με το 65% να γίνεται 70% ή και 75%.
Όταν ένα σύστημα επιδιώκει τη σταθερότητα, αλλά ταυτόχρονα ενισχύει τη κοινωνική αστάθεια, οι συνέπειες δεν αργούν να φανούν. Αν δεν υπάρξει σοβαρός σχεδιασμός πολιτικής που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου, η πίεση για ριζικές αλλαγές θα γίνει αναπόφευκτη.

