Αλυσιδωτές αντιδράσεις στην παγκόσμια αγορά από τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ – Κίνας: Η ρήξη βαθαίνει, ο πλανήτης πληρώνει
Αλυσιδωτές αντιδράσεις στην παγκόσμια αγορά από τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ – Κίνας: Η ρήξη βαθαίνει, ο πλανήτης πληρώνει

Αλυσιδωτές αντιδράσεις στην παγκόσμια αγορά από τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ – Κίνας: Η ρήξη βαθαίνει, ο πλανήτης πληρώνει

Το επόμενο κεφάλαιο της οικονομικής αποσύνδεσης ΗΠΑ και Κίνας έχει πλέον ξεκινήσει και οι επιπτώσεις του αναμένεται να γίνουν αισθητές σε ολόκληρο τον πλανήτη.

Αυξάνοντας τους δασμούς του στην Κίνα -και βάζοντας στον πάγο την επιβολή αντίστοιχων δασμών σε δεκάδες άλλες χώρες-, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ωθεί τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου σε μια ανοιχτή αντιπαράθεση με σημαντικό κόστος και για τις δύο πλευρές αλλά και με σοβαρές συνέπειες στην παγκόσμια οικονομία.

Οι συνολικοί δασμοί που επιβλήθηκαν στην Κίνα κατά τη δεύτερη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ ανέρχονται πλέον σε 145%, όπως ανακοίνωσε χθες Πέμπτη (10.4.2025) ο Λευκός Οίκος. Ως απάντηση η Κίνα ανακοίνωσε σήμερα Παρασκευή (11.4.2025) πως αυξάνει τους δασμούς σε αμερικάνικα προϊόντα στο 125% και θα τεθούν σε ισχύ από αύριο.

Αν και αφήνεται ανοιχτό το ενδεχόμενο μελλοντικής αναθεώρησης τα πρώτα σημάδια επιβράδυνσης των διμερών εμπορικών ροών –οι οποίες φτάνουν τα 582 δισ. δολάρια– είναι ήδη ορατά.

Τα αμερικανικά εργοστάσια ακυρώνουν παραγγελίες ενώ ορισμένοι κινέζοι κατασκευαστές θέτουν τους εργαζομένους σε προσωρινή άδεια. Παράλληλα παρατηρείται απότομη μείωση στις κρατήσεις πλοίων για μεταφορές μέσω του Ειρηνικού από τότε που ξεκίνησαν ορισμένες από τις τελευταίες κλιμακώσεις των δασμών. Την ίδια στιγμή, οι αμερικανικές μετοχές υποχώρησαν απότομα την Πέμπτη, καθώς οι επενδυτές προσπαθούν να αποτιμήσουν τις συνέπειες των εξελίξεων αυτών.

Παρόλο που ο Τραμπ εκτιμά ότι ο οποιοσδήποτε «πόνος» από τους δασμούς στις ΗΠΑ θα αντισταθμιστεί από τα μακροπρόθεσμα κέρδη σε θέσεις εργασίας και επενδύσεις, βραχυπρόθεσμα, η επενδυτική τράπεζα JPMorgan δήλωσε την Τετάρτη (9.4.2025) ότι είναι «πολύ πιθανό» η αμερικανική οικονομία να συρρικνωθεί αργότερα φέτος. Από την ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ), πριν από 23 χρόνια, η αμερικανική οικονομία έχει ενσωματώσει τη φθηνή παραγωγή της Κίνας.

Το 2024, η Κίνα αντιπροσώπευε περίπου το 13% των συνολικών εισαγωγών αγαθών στις ΗΠΑ. Παρείχε μια τεράστια ποικιλία αγαθών, από smartphones και παιχνίδια μέχρι βιομηχανικά εξαρτήματα. Ολόκληρες επιχειρήσεις έχουν χτιστεί γύρω από την ευκολία αυτής της πρόσβασης, με σχεδιασμό, μάρκετινγκ και διανομή στις ΗΠΑ με παραγωγή στην Κίνα. Πολλές επιχειρήσεις είχαν αρχίσει να προσαρμόζονται σε μια πραγματικότητα υψηλότερων δασμών που ξεκίνησε κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ. Ωστόσο, αν οι νέοι δασμοί παραμείνουν, αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της πρόσβασης στην κινεζική παραγωγή συνολικά κάτι που θα φέρει βαριές αλλαγές για τους Αμερικανούς καταναλωτές.

Σύμφωνα με την εφημερίδα Wall Street Journal, οι Αμερικανοί, που ήδη έχουν υποστεί πίεση από την αύξηση των τιμών κατά 24% τα τελευταία πέντε χρόνια, θα μπορούσαν να καταλήξουν να πληρώνουν ακόμη περισσότερα για μια μικρότερη ποικιλία καθημερινών αγαθών. Από την άλλη για την Κίνα, ένας ολοκληρωμένος εμπορικός πόλεμος με τις ΗΠΑ σημαίνει ότι θα αποκλειστεί από τη μεγαλύτερη καταναλωτική αγορά του κόσμου, σε μια εποχή που η οικονομία της βασίζεται στις εξαγωγές για την ανάπτυξή της, προσπαθώντας να αντισταθμίσει την καθοδική πορεία της αγοράς ακινήτων και τις υποτονικές καταναλωτικές δαπάνες.

Σχέση εξάρτησης

Παρά την ένταση που επικρατεί στις σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας τα τελευταία χρόνια, οι οικονομίες των δύο χωρών είναι στενά συνδεδεμένες. Για περισσότερο από 25 χρόνια, οι Αμερικανοί ξοδεύουν ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων τους αγοράζοντας πράγματα που κατασκευάζονται στην Κίνα.

Οι ΗΠΑ έπαιρναν φθηνά προϊόντα και η Κίνα επένδυε στην ανάπτυξη των υποδομών της και στην άνοδο της αναπτυξιακής της κλίμακας. Όμως η σχέση αυτή δημιούργησε τεράστιες εντάσεις, λαμβάνοντας υπόψιν τις χαμένες θέσεις εργασίας στις αμερικανικές μεταποιητικές πόλεις, την ώρα που το εμπορικό έλλειμμα αυξανόταν συνεχώς. Οι ΗΠΑ εξήγαγαν 143,5 δισ. δολάρια σε αγαθά προς την Κίνα το 2024, ενώ οι εισαγωγές από την Κίνα ανήλθαν στα 438,9 δισ. δολάρια.

Στόχος του Αμερικανού προέδρου είναι να εξαλείψει μια για πάντα το εμπορικό έλλειμμα μέσω των δασμών, οι οποίοι, όπως λέει, θα βοηθήσουν να προσελκύσουν περισσότερη παραγωγή πίσω στις ΗΠΑ, δημιουργώντας θέσεις εργασίας και ανακόπτοντας τη ροή των αμερικανικών χρημάτων προς την Κίνα. «Κάποια στιγμή, ελπίζω στο εγγύς μέλλον, η Κίνα θα συνειδητοποιήσει ότι οι μέρες της εξαπάτησης των ΗΠΑ και άλλων χωρών δεν είναι πλέον βιώσιμες ή αποδεκτές», δήλωσε ο Τραμπ την Τετάρτη (9.4.2025).

Ταυτόχρονα, έδωσε στους συμμάχους και τους εμπορικούς εταίρους του μια αναστολή 90 ημερών για τους «αμοιβαίους» δασμούς που ανακοίνωσε στις 2 Απριλίου, αν και ένας βασικός δασμός 10% σε όλες σχεδόν τις εισαγωγές θα παραμείνει σε ισχύ, καθιστώντας σαφές ότι το κεντρικό επίκεντρο του εμπορικού του πολέμου, τουλάχιστον προς το παρόν, είναι η Κίνα.

Μέχρι στιγμής, το Πεκίνο έχει απαντήσει σε κάθε γύρο αύξησης των δασμών από τις ΗΠΑ, αυξάνοντας τους δασμούς στα αμερικανικά προϊόντα και στοχεύοντας τις αμερικανικές εταιρείες. Κινέζοι αξιωματούχοι συζήτησαν πρόσφατα με ορισμένες από τις μεγαλύτερες εταιρείες της χώρας τη δυνατότητα διαγραφής των μετοχών τους από τα αμερικανικά χρηματιστήρια ως έναν τρόπο να περιοριστεί η έκθεση των εταιρειών στα δολάρια και στους αυξανόμενους γεωπολιτικούς κινδύνους, αναφέρει η Wall Street Journal.

Η Κίνα εξέδωσε την Τετάρτη προειδοποιήσεις για τους πολίτες που σκέφτονται να ταξιδέψουν ή να σπουδάσουν στις ΗΠΑ, ένα σημάδι ότι το Πεκίνο θέλει να ασκήσει πίεση στους τομείς του τουρισμού και της εκπαίδευσης της Αμερικής. Οι κλιμακούμενες ενέργειες tit-for-tat έχουν σοβαρές επιπτώσεις.

Οι χρηματοπιστωτικές αγορές την τελευταία βδομάδα βρίσκονται σε αναταραχή, με έντονες διακυμάνσεις στις αγορές μετοχών, ομολόγων και νομισμάτων, λόγω των αλλεπάλληλων δασμών.

Οι οικονομολόγοι της Capital Economics δήλωσαν ότι οι υπολογισμοί τους δείχνουν ότι οι εξαγωγές προς τις ΗΠΑ θα μπορούσαν να μειωθούν παραπάνω από το μισό τα επόμενα χρόνια, ενώ οι αναλυτές της Societe Generale δήλωσαν ότι οι εξαγωγές της Κίνας προς τις ΗΠΑ «θα εξαλειφθούν σε μεγάλο βαθμό» από τις τελευταίες αυξήσεις των δασμών του Τραμπ.

Η εμπορική δραστηριότητα μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας δείχνει ήδη σημάδια κάμψης. Σύμφωνα με την πλατφόρμα δεδομένων Sonar Container Atlas, οι ημερήσιες κρατήσεις εμπορευματοκιβωτίων στη βασική διαδρομή μεταξύ των δύο χωρών έχουν υποχωρήσει κατά 25% από τα τέλη Μαρτίου σε σχέση με την ίδια περίοδο πέρυσι. Διαχειριστές πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων αναφέρουν ότι αρκετοί Αμερικανοί εισαγωγείς έχουν προχωρήσει σε προσωρινή αναστολή των αποστολών από την Κίνα, ενώ άλλοι αποθηκεύουν τα προϊόντα τους σε τελωνειακές αποθήκες, περιμένοντας περισσότερη σαφήνεια για το καθεστώς των νέων δασμών πριν προχωρήσουν στην πληρωμή.

Σύμφωνα με πηγές από την αγορά, η Amazon έχει ακυρώσει μέρος των αποθεμάτων που προμηθευόταν από την Κίνα, μετά την ανακοίνωση των νέων δασμών.

Ο αντίκτυπος στις Ηνωμένες Πολιτείες

Η αμερικανική οικονομία που εισήλθε στο 2025 με σταθερή τροχιά, η εμπορική αναταραχή της δημιουργεί σοβαρά προβλήματα. Οι δασμοί αυξάνουν τις τιμές των εισαγωγών, μειώνοντας την αγοραστική δύναμη των επιχειρήσεων και των καταναλωτών. Σύμφωνα με τον επικεφαλής οικονομολόγο της JPMorgan στις ΗΠΑ, Michael Feroli, οι δασμοί που έχουν επιβληθεί από τον Ιανουάριο ισοδυναμούν με «φορολογική επιβάρυνση άνω των 300 δισ. δολαρίων».

Εν τω μεταξύ, η αβεβαιότητα σχετικά με τους μελλοντικούς δασμούς δυσκολεύει τον προγραμματισμό των επιχειρήσεων, επιβαρύνοντας τις επιχειρηματικές επενδύσεις. Οι αυξανόμενοι φραγμοί στις κινεζικές εισαγωγές απειλούν να χαλάσουν τη δύσκολη πρόοδο για τη συγκράτηση του πληθωρισμού στις ΗΠΑ μετά την πιο πρόσφατη κορύφωση, το 2022. Αν και τα πρόσφατα στοιχεία δείχνουν συγκρατημένες πληθωριστικές πιέσεις, ένα ενδεχόμενο νέο κύμα αυξήσεων τιμών λόγω των δασμών, σε συνδυασμό με επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης, θα μπορούσε να δημιουργήσει έναν επικίνδυνο συνδυασμό για την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed).

Παρά τη θετική εικόνα που δείχνουν τα στοιχεία για τις προσλήψεις και την ανάπτυξη, το γενικότερο κλίμα επιδεινώνεται. Έρευνες καταγράφουν αυξημένη απαισιοδοξία μεταξύ καταναλωτών, με έναν από τους βασικούς δείκτες καταναλωτικής εμπιστοσύνης να υποχωρεί τον Μάρτιο στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2022.

Οι οικονομολόγοι λένε ότι θα είναι δύσκολο να εξαλειφθεί το εμπορικό έλλειμμα με όλο και μεγαλύτερες οικονομικές κυρώσεις για τις εισαγωγές. Πολλά προϊόντα που εισάγουν οι ΗΠΑ από την Κίνα, όπως τα ηλεκτρονικά, είναι δύσκολο να αντικατασταθούν στο εσωτερικό ή με προμηθευτές σε άλλες χώρες, δήλωσε ο Cristian DeRitis, αναπληρωτής επικεφαλής οικονομολόγος της Moody’s. «Η μετατόπιση αυτής της παραγωγής απαιτεί χρόνο και ενέργεια και συνοδεύεται από κόστος», δήλωσε ο DeRitis.

Σύμφωνα με οικονομολόγους, η επιδίωξη εξισορρόπησης του εμπορικού ελλείμματος αποκλειστικά μέσω τιμωρητικών μέτρων στις εισαγωγές ενδέχεται να αποδειχθεί αναποτελεσματική. Όπως εξηγεί ο Cristian DeRitis, αναπληρωτής επικεφαλής οικονομολόγος της Moody’s, πολλά από τα προϊόντα που εισάγονται από την Κίνα -όπως ηλεκτρονικά είδη- είναι δύσκολο να αντικατασταθούν είτε με εγχώρια παραγωγή είτε με εισαγωγές από άλλες χώρες. «Η μεταφορά αυτής της παραγωγής απαιτεί χρόνο, πόρους και συνεπάγεται σημαντικό κόστος», τονίζει χαρακτηριστικά.

Επανασχεδιάζοντας το οικονομικό μοντέλο της Κίνας

Η Κίνα αντιμετωπίζει δυσκολίες στην εύρεση νέων αγοραστών για τα προϊόντα της. Πολλές χώρες έχουν ήδη επηρεαστεί αρνητικά από την πληθώρα κινεζικών εισαγωγών και είναι απρόθυμες να δεχτούν περαιτέρω προϊόντα. Παράλληλα, η συσσώρευση απούλητων αγαθών στην κορεσμένη εσωτερική αγορά ενδέχεται να επιδεινώσει τις αποπληθωριστικές πιέσεις στην κινεζική οικονομία.

Ωστόσο, όπως τονίζουν οι οικονομολόγοι, το στοίχημα του εμπορικού πολέμου για την Κίνα δεν αφορά μόνο τη βραχυπρόθεσμη οικονομική απόδοση, αλλά και το ίδιο το οικονομικό της μοντέλο. Η ανάπτυξή της βασίστηκε σε εκτεταμένες επενδύσεις σε εργοστάσια, υποδομές και ακίνητα, και σε έναν ισχυρό εξαγωγικό τομέα, στρατηγική που την ανέβασε στη δεύτερη θέση της παγκόσμιας οικονομίας.

Τώρα, η Κίνα καλείται να στραφεί στην ενίσχυση της εσωτερικής κατανάλωσης, καθώς αν δεν το πράξει, η ανάπτυξή της ενδέχεται να παραμείνει στάσιμη. Η επανεξισορρόπηση της οικονομίας της Κίνας προς την κατανάλωση συνεπάγεται τη μεταφορά περισσότερων πόρων στα νοικοκυριά και την απομάκρυνση από τα εργοστάσια.

Στο μακροπρόθεσμο διάστημα, αυτό θα απαιτήσει μεγάλες και κοστοβόρες μεταρρυθμίσεις, όπως η ενίσχυση του κοινωνικού δικτύου ασφαλείας και η στήριξη των τοπικών κυβερνήσεων που αντιμετωπίζουν δημοσιονομικά προβλήματα. Σύμφωνα με τους αναλυτές, το προηγούμενο μοντέλο ανάπτυξης της Κίνας, αν και εντυπωσιακά επιτυχημένο τις τελευταίες δεκαετίες, έχει φτάσει στα όριά του.

Ο Frederic Neumann, επικεφαλής οικονομολόγος της HSBC στην Ασία, υπογραμμίζει πως η τράπεζα προβλέπει ότι ο εμπορικός πόλεμος θα μειώσει την ανάπτυξη της Κίνας κατά 1,5 έως 2 ποσοστιαίες μονάδες το επόμενο έτος. Ωστόσο, αν άλλες χώρες ενωθούν με τις ΗΠΑ και επιβάλουν περιορισμούς στις κινεζικές εξαγωγές, η Κίνα ενδέχεται να υποστεί ακόμη μεγαλύτερο πλήγμα. Η κινεζική κυβέρνηση στοχεύει σε ανάπτυξη γύρω από το 5% για το 2025.

Η Goldman Sachs εκτιμά ότι 10 έως 20 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στα κινεζικά εργοστάσια προσανατολίζονται στην ικανοποίηση της ζήτησης των Αμερικανών καταναλωτών για οικιακά είδη, παιχνίδια, τις τελευταίες ηλεκτρονικές συσκευές και άλλα εισαγόμενα προϊόντα.

Ακολουθήστε το Iraklionews σε Google News  και Facebook 
Κόσμος - Τελευταία Νέα
Περισσότερες Ειδήσεις