Μαριλένα Μηλαθιανάκη: Η γυναίκα που υπηρετεί την κληρονομιά του Νίκου Καζαντζάκη – «Είναι ένα δώρο»

Γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα χωριό κοντά στο Ηράκλειο της Κρήτης.
Ο πατέρας της, δεμένος με τη γη, μιλούσε στ΄ αμπέλια και στις ελιές του με την ίδια τρυφεράδα που μιλούσε και στην οικογένειά του. Η μητέρα της αγαπούσε τα γράμματα και τα ταξίδια.
Οι δύο αυτοί άνθρωποι έμαθαν στα παιδιά τους να αγαπούν τη κρητική γη, να μην φοβούνται τη δουλειά, να μην κάνουν κάτι να τους ντροπιάσουν, ν’ αγναντεύουν τον κόσμο από ψηλά και να ονειρεύονται.
Η Μαριλένα Μηλαθιανάκη, Διευθύντρια του Μουσείου Καζαντζάκη, κρατά σαν φυλαχτό όσα οι γονείς της θέλησαν να της μεταδώσουν, έχοντας πάντα την Κρήτη στην καρδιά της.
«Στα λίγα χρόνια των σπουδών μου στην Αθήνα στο Παιδαγωγικό τμήμα, η Κρήτη θέριεψε μέσα μου και εκείνη με τράβηξε πίσω στις ρίζες μου, στους ανθρώπους μου, στον τόπο μου, τον οποίο υπηρέτησα σε όλη μου τη ζωή», αναφέρει στο ΒΗΜΑ.
Η πιο έντονη παιδική της ανάμνηση μάς γυρίζει σε κάποιες οικογενειακές Κυριακές. «Οι γονείς μου μας πήγαιναν στο λιμάνι να δούμε τα καράβια που έφευγαν και τα ακολουθούσαμε μέχρι τον μόλο όπου έστριβαν και χάνονταν στο πέλαγος και ύστερα στο αεροδρόμιο να δούμε τα αεροπλάνα που χάνονταν στον ουρανό. Κι έτσι έμαθα πως ο κόσμος είναι πιο μεγάλος από το μικρό μου χωριουδάκι. Αγάπησα τα ταξίδια κι έκαμα όσα μπόρεσα κι ακόμη προσπαθώ».
«Αυτή είναι η Κρήτη μας. Απρόβλεπτη, κιμπάρισσα, ανοιχτοχέρα, περήφανη και αυστηρή».
Η Μαριλένα ήταν και παραμένει συνδεδεμένη με τον τόπο της. «Με τον Γιούχτα, το ανθρωπόμορφο βουνό που σαν βγεις στην κορυφή του αγναντεύεις τον Ψηλορείτη και τα Λασιθιώτικα βουνά, το κρητικό πέλαγος, το κάστρο του Νικηφόρου Φωκά, τον καταπράσινο κάμπο και τις πολύχρωμες Αρχάνες».
Μοιραία, η κουβέντα μας επιστρέφει ξανά και ξανά στον Καζαντζάκη. Τι σημαίνει για εκείνη το Μουσείο Καζαντζάκη; «Το Μουσείο Καζαντζάκη είναι για μένα το δώρο που μου δόθηκε να υπηρετήσω και κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ έχω μόνο μια έγνοια. Μην κάνω κάτι που να ντροπιάσω τον Νίκο Καζαντζάκη και την Κρήτη μας», αναφέρει αρχικά.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Και συμπληρώνει: «Πρόκειται για τον θεματοφύλακα του έργου του συγγραφέα, το πνευματικό του σπίτι. Δεν είναι μόνο ο χώρος που φυλάσσονται 50.000 τεκμήρια από τη ζωή και το έργο του, τα οποία με μεγάλο σεβασμό και επιστημοσύνη η ομάδα του Μουσείου συντηρεί, μελετά και αναδεικνύει.
Είναι μια ανοιχτή αγκαλιά για τους μαθητές που το επισκέπτονται καθημερινά και μαθαίνουν μέσα από προγράμματα για τον συγγραφέα, τον ταξιδευτή, τον διανοούμενο, τον άνθρωπο Νίκο Καζαντζάκη. Είναι μια αγκαλιά και για τα άτομα με αναπηρία καθώς είναι καθολικά προσβάσιμο και συμπεριληπτικό. Είναι πράσινο και φιλικό προς το περιβάλλον, απόλυτα προσανατολισμένο στον αγώνα ενάντια στην κλιματική κρίση.
Είναι ακόμη ψηφιακό και τεχνολογικά αναβαθμισμένο. Είναι τέλος ένας πυλώνας Πολιτισμού για την τοπική κοινότητα παράγοντας πολιτιστικά γεγονότα διεθνούς πλέον εμβέλειας».
Μετρά πλέον 42 χρόνια ζωής από την ίδρυση του από τον σπουδαίο σκηνογράφο Γιώργο Ανεμογιάννη και βαδίζει από την πρώτη στιγμή έναν Ανήφορο. «Οι λέξεις αγώνας, αντοχή και ποιότητα είναι αυτές που χαρακτηρίζουν το Μουσείο μας, μα και η κρητική λέξη κορφές.
Και έχει κατακτήσει πολλές με υψηλότερη την αναγνώριση του από το Υπουργείο Πολιτισμού ως το πρώτο αναγνωρισμένο Μουσείο στην Κρήτη. Σε αυτόν τον Ανήφορο έχω την τιμή να συνοδοιπορώ με την εκλεκτή ομάδα του Μουσείου και είμαι πραγματικά περήφανη και ευγνώμων».
Αν συναντούσε έναν άνθρωπο που δεν ξέρει τίποτα για το νησί της. Πώς θα το περιέγραφε; Ποια χρώματα θα έβαζε στην αφήγησή της; Με ποιες μυρωδιές θα την «έντυνε»; «Θα ‘λεγα καζαντζακικά πως η Κρήτη δεν είναι νησί, μα ένα θεριό που κείτεται στο πέλαγος. Είναι που εμείς οι κρητικοί δεν νιώθουμε νησιώτες.
Πόσο νησιώτης να νιώθει ο Ανωγειανός στα ριζά του Ψηλορείτη, ο Καπετανιανός που το χωριό του είναι μια αετοφωλιά στην κορφή των Αστερουσίων ορέων, ο Μεσσαρίτης που θέλει μέρες να διασχίσει τον κάμπο του.
Η Κρήτη μυρίζει φασκομηλιά, έρωντα και θυμάρι κι απ’ άκρη σ’ άκρη είναι γεμάτη χρώματα. Στα δυτικά καταπράσινη και στα ανατολικά με τα χρώματα της άνυδρης γης.
Ανεβαίνεις τα Αστερούσια και δεν βλέπεις ούτε πράσινο φύλλο και μόλις φτάσεις στην κορφή και αρχίζεις να κατηφορίζεις προς το Λιβυκό σε περιμένει ένα κατάφυτο πευκόδασος με τα πεύκα λυγισμένα από τον άνεμο και τα κλαδιά τους απλωμένα να αγκαλιάσουν το πέλαγος. Αυτή είναι η Κρήτη μας. Απρόβλεπτη, κιμπάρισσα, ανοιχτοχέρα, περήφανη και αυστηρή».

