Οι ολιγάρχες στον Λευκό Οίκο: 13 billionaires στο υπουργικό συμβούλιο του Τραμπ
Η ιστορική προειδοποίηση του Τζον Άνταμς για τους αριστοκράτες, τους «πιο δύσκολους στη διαχείριση» ανθρώπους, αποκτά ξανά επικαιρότητα στην Αμερική του 21ου αιώνα.
Όπως σημειώνει ο Guardian, η διαχρονική ανησυχία για την υπέρμετρη επιρροή των πλουσίων, η οποία αναφέρεται από την εποχή του Άνταμς, είναι σήμερα πιο έντονη από ποτέ.
Σε μία πρόσφατη δήλωσή του, ο Τζο Μπάιντεν προειδοποίησε για την αυξανόμενη συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια των υπερπλούσιων, παρομοιάζοντας την κατάσταση με τη «Χρυσή Εποχή» του 19ου αιώνα.
Τότε, οι «ληστές βαρόνοι» κυριαρχούσαν, συντρίβοντας τους ανταγωνιστές τους, εκμεταλλευόμενοι εργαζόμενους και εξαγοράζοντας δικαστές και πολιτικούς. «Στην Αμερική διαμορφώνεται μια ολιγαρχία ακραίου πλούτου, δύναμης και επιρροής που απειλεί τη δημοκρατία μας, τα βασικά μας δικαιώματα και τη δίκαιη ευκαιρία για όλους», τόνισε χαρακτηριστικά.
Η ανισότητα στις ΗΠΑ βρίσκεται σε δραματικά επίπεδα. Το κορυφαίο 0,1% του πληθυσμού κατέχει σχεδόν εξαπλάσιο πλούτο από το κατώτερο 50%. Τα δύο μεγάλα κόμματα, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι, έχουν ευνοηθεί από τη στήριξη των υπερπλούσιων. Είναι ενδεικτικό ότι τουλάχιστον 83 δισεκατομμυριούχοι στήριξαν την εκστρατεία της Κάμαλα Χάρις.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος αυτοχαρακτηρίζεται ως πολέμιος των ελίτ, συγκέντρωσε γύρω του 13 δισεκατομμυριούχους στο υπουργικό του συμβούλιο. Οι δεσμοί του με τον Έλον Μασκ και άλλους επιχειρηματίες-γίγαντες που ευνοούνται από τις πολιτικές υπέρ των ορυκτών καυσίμων, αναδεικνύουν τη στενή σύνδεση πλούτου και εξουσίας.
Η σημερινή κατάσταση θυμίζει την εποχή του Θίοντορ Ρούσβελτ, όταν οι «εκμεταλλευτές του μεγάλου πλούτου» έπρεπε να αντιμετωπιστούν μέσω ρυθμιστικών μέτρων και διάλυσης μονοπωλίων. Τότε, ο Ρούσβελτ έθεσε τις βάσεις για μια πιο δίκαιη κοινωνία, κάτι που πολλοί Αμερικανοί ελπίζουν να δουν και σήμερα.
Το σύγχρονο «τεχνολογικό βιομηχανικό σύμπλεγμα», που διοικείται από τους νέους φίλους του Τραμπ, διαμορφώνει την καθημερινότητα με τρόπους που οι παλιοί «σιδηροδρομικοί βαρόνοι» δεν μπορούσαν καν να φανταστούν. Καθορίζει τι βλέπουν και πώς ενημερώνονται οι πολίτες, επηρεάζοντας άμεσα τις εκλογικές και πολιτικές διαδικασίες.