Δολοφονία Κώστα Κουνάλη: Μια άλυτη υπόθεση εδώ και 17 χρόνια, οι έρευνες, ο Αλβανός και ο 39χρονος που αρνείται τα πάντα…
Η δολοφονία του Κώστα Κουνάλη, που συνέβη στο Ηράκλειο και στη περιοχή του Καστελλίου στις 13 Νοεμβρίου του 2007, παραμένει ανεξιχνίαστη εδώ και 17 χρόνια, αποτελώντας ένα από τα πιο σοκαριστικά εγκλήματα στην περιοχή, ωστόσο χθες οι αστυνομικές Αρχές, συνέλαβαν έναν 39χρονο, που θεωρείται ο βασικός ύποπτος και η υπόθεση ανοίγει ξανά, με την αστυνομία να φέρεται πως την έχει εξιχνιάσει.
Ο Κουνάλης, ένας 63χρονος κτηνοτρόφος, βρέθηκε νεκρός στην αγροικία του στην Αγία Παρασκευή το βράδυ που είχε επιστρέψει από ένα καφενείο. Ο δολοφόνος τον αιφνιδίασε την ώρα που παρακολουθούσε τηλεόραση, κλείνοντας το διακόπτη του ρεύματος που βρισκόταν έξω από το σπίτι.
Η επίθεση ήταν εξαιρετικά βίαιη. Ο δράστης έδειξε έντονη μανία, χτυπώντας τον Κουνάλη στο κεφάλι με ένα καρεκλοπόδαρο, το οποίο έσπασε κατά τη διάρκεια της επίθεσης. Ένα κομμάτι του ξύλου βρέθηκε στην σκηνή του εγκλήματος, ενώ το υπόλοιπο ο δράστης το πήρε μαζί του.
Παρά τις προσπάθειες των αρχών, δεν είχε εντοπιστεί ακόμα ο δολοφόνος, αν και υπάρχουν δείγματα DNA που βρέθηκαν στον τόπο του εγκλήματος και δεν είχαν ταυτοποιηθεί με κανέναν ύποπτο. Μέχρι και χθες Τρίτη 28 Μαΐου, όπου η αστυνομία ύστερα από ένταλμα σύλληψης συνέλαβε ένα Ηρακλειώτη, δακτυλικό αποτύπωμα του οποίου ταυτοποιήθηκε στο χώρο του εγκλήματος, που διέμενε ο άτυχος κτηνοτρόφος.
Το αποτύπωμα βρέθηκε στην πόρτα του σπιτιού που διέμενε το θύμα, δίπλα από τη στάνη της οικογενείας
Η οικογένεια του θύματος είχε ζητήσει επανειλημμένα τη συνέχιση των ερευνών και πίστευε ότι ένα συγκεκριμένο άτομο, ένας νεαρός Αλβανός, μπορεί να είχε κομβικό ρόλο στην υπόθεση, ωστόσο αποδείχθηκε αθώος. Είχε συλληφθεί για υπόθεση ναρκωτικών στο εξωτερικό, δεν ήταν το άτομο που έψαχναν οι διωκτικές Αρχές για το άγριο έγκλημα.
Ο 39χρονος φερόμενος ως δράστης
Ο άνδρας, ο οποίος αρνείται τις κατηγορίες και βρέθηκε στο μικροσκόπιο των αρχών, είχε καταγγελθεί από τη σύντροφό του για ενδοοικογενειακή βία. Η σύντροφός του ανέφερε ότι ο άνδρας την παρενοχλούσε τηλεφωνικά, προκαλώντας της φόβο και ανησυχία.
Αυτή η καταγγελία για ενδοοικογενειακή βία οδήγησε τις αρχές να διενεργήσουν περαιτέρω έρευνες, κατά τη διάρκεια των οποίων ταυτοποιήθηκε ένα άγνωστο δακτυλικό αποτύπωμα από τον τόπο του εγκλήματος. Η ταυτοποίηση αυτή έδωσε το καθοριστικό στοιχείο για τη σύνδεση του 39χρονου με τον φόνο του Κουνάλη, ο οποίος είχε παραμείνει ανεξιχνίαστος για χρόνια. Παρόλα αυτά, ο ίδιος αρνείται αποφασιστικά κάθε εμπλοκή στην υπόθεση και υποστηρίζει ότι δεν έχει επισκεφθεί ποτέ τον τόπο του συμβάντος.
Η ιστορία αυτή υπογραμμίζει επίσης την ανάγκη για σοβαρή αντιμετώπιση των καταγγελιών ενδοοικογενειακής βίας, καθώς τέτοιες καταγγελίες μπορούν να φέρουν στο φως πολύ σοβαρότερα εγκλήματα. Το αποτέλεσμα αυτής της υπόθεσης δείχνει ότι κανένα έγκλημα δεν είναι πραγματικά τέλειο και ότι η δικαιοσύνη μπορεί να αποκαλύψει την αλήθεια, ακόμα και μετά από πολλά χρόνια.
Η ανακοίνωση της αστυνομίας
Στην ανακοίνωση που εξέδωσε η Αστυνομία αναφέρεται: «Συνελήφθη, χθες από αστυνομικούς της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Ηρακλείου, ημεδαπός σε βάρος του οποίου εκδόθηκε Ένταλμα σύλληψης της κ. Ανακρίτριας Ηρακλείου για ανθρωποκτονία ημεδαπού που είχε διαπραχθεί την 13.11.2007 στο Καστέλλι Δήμου Μινώα Πεδιάδας Ηρακλείου.
Στο πλαίσιο της εξειδικευμένης αστυνομικής έρευνας ταυτοποιήθηκε άγνωστο δακτυλικό αποτύπωμα από τον τόπο του εγκλήματος. Η ταυτοποίησή του, πραγματοποιήθηκε κατόπιν δακτυλοσκόπησης του δράστη σε υπόθεσή στην οποία ήταν κατηγορούμενος για αδικήματα περί ενδοοικογενειακής βίας. Η προανάκριση διενεργείται από την Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Ηρακλείου».
Ο Αλβανός ήταν ο βασικός ύποπτος για τη δολοφονία και η… Ιταλία
Τον Νοέμβριο του 2010, τα βλέμματα για τον δολοφόνο είχαν πέσει πάνω σε έναν 23χρονο τότε Αλβανό, όταν αποκαλύφθηκε εντελώς συγκυριακά ότι στα χέρια του 23χρονου είχε πέσει το κυνηγετικό όπλο του Κουνάλη, το οποίο εξαφανίστηκε από το δωμάτιο του την ημέρα του φονικού.
Όπως είχε αναφέρει η εφημερίδα Πατρίς εκείνη την εποχή, όταν οι Αρχές κατέληξαν στον 23χρονο, εκείνος είχε ήδη διαφύγει για την Ιταλία. Ο ίδιος όταν τον προσέγγισαν άνθρωποι της ΕΛ.ΑΣ για να έρθει στην χώρα μας να καταθέσει γενετικό υλικό, έδωσε αρνητική απάντηση, μη θέλοντας να επιστρέψει στην χώρα μας.
Η επίμονη άρνηση του 23χρονου, να εξεταστεί από την υποδιεύθυνση Ασφάλειας Ηρακλείου σχετικά με την υπό διερεύνηση υπόθεση και κυρίως να δώσει δείγμα DNA για συγκριτική ταυτοποίηση με το γενετικό υλικό που είχε ανιχνευτεί στα νύχια του θύματος, είχε ενισχύσει τις υποψίες των διωκτικών Αρχών ότι αυτός ο άνθρωπος είχε κάποια σχέση με το φόνο, είτε άμεση είτε έμμεση. Αξιωματικοί της υπηρεσίας που χειρίζονταν την υπόθεση για όλους αυτούς τους μήνες, θεωρούσαν ότι ο 23χρονος φοβόταν. Και φοβόταν είτε επειδή είχε σκοτώσει τον Κουνάλη είτε ενδεχομένως επειδή γνώριζε τον δράστη του στυγερού εγκλήματος.
Από την στιγμή που εντοπίστηκε το στίγμα του στην Ιταλία, οι αξιωματικοί της Ασφάλειας Ηρακλείου κατέβαλαν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να έρθουν σʼ επικοινωνία μαζί του και να τον πείσουν με οποιονδήποτε τρόπο να δεχτεί να δώσει γενετικό υλικό αλλά και απαντήσεις πάνω σε καίρια ζητήματα.
Αρχικώς ο 23χρονος ισχυρίστηκε ότι δεν έχει καμία δουλειά να έρθει στην Ελλάδα γιατί δεν έχει καμία εμπλοκή με τη δολοφονία και δεν θέλει μπλεξίματα. Μάλιστα υποστήριξε ότι δεν γνώριζε το θύμα. «Από την στιγμή που λες ότι είσαι αθώος, δεν έχεις να φοβηθείς κάτι, γιʼ αυτό έλα να καταθέσεις, διαφορετικά επιβαρύνεις τη θέση σου» φέρεται να του είπαν στο τηλέφωνο αξιωματικοί της Ασφάλειας.
Επειδή αρνήθηκε να παρουσιαστεί στην Ασφάλεια Ηρακλείου, του προτάθηκε να ταξιδέψει μέχρι την Αθήνα ή έστω μέχρι την Κρυσταλλοπηγή, το ακριτικό ορεινό χωριό της Φλώρινας. Εκεί αντιστοίχως θα μετέβαινε κλιμάκιο της υπηρεσίας. Και πάλι όμως ο 23χρονος ήταν αρνητικός.
Η τελευταία πρόταση που του έγινε ήταν να παρουσιαστεί στην Ελληνική Πρεσβεία, στην Ιταλία, και πάλι όμως ήταν ανένδοτος, κλείνοντας οποιονδήποτε δίαυλο επικοινωνίας και συνεργασίας με τις Ελληνικές Αστυνομικές Αρχές.
Η αστυνομία είχε βιαστεί να κλείσει την υπόθεση
Σύμφωνα με την εφημερίδα Πατρίς, σε άρθρο της στις 8 Απριλίου του 2011, αίσθηση είχε προκαλέσει η επίσημη ανακοίνωση της Αστυνομικής Διεύθυνσης Ηρακλείου στην οποία έγινε λόγος για «εξιχνίαση της ανθρωποκτονίας σε βάρος του 63χρονου» και μάλιστα αναφέρθηκε χαρακτηριστικά: «έπειτα από συντονισμένη αστυνομική έρευνα και προανάκριση προέκυψε ότι δράστης της αναφερόμενης ανθρωποκτονίας ήταν 23χρονος αλλοδαπός, ο οποίος μετά την τέλεση της διέμενε σε άγνωστη διεύθυνση στην Ιταλία».
Κάποιοι υποστήριξαν ότι η επίμαχη ανακοίνωση ίσως ήταν πρόωρη, δεδομένου ότι οι διωκτικές Αρχές δεν είχαν στα χέρια τους τον 23χρονο και, κατά συνέπεια, δεν είχαν ακόμα απάντηση στο κρίσιμο ζητούμενο, που ήταν η ταυτοποίηση του γενετικού υλικού.
Με αυτή την εκτίμηση συμφώνησαν αστυνομικοί κύκλοι που σημείωσαν ότι ο 23χρονος ενδεχομένως δεν ήταν ο φυσικός αυτουργός της δολοφονίας. «Το γεγονός ότι το κυνηγετικό όπλο του θύματος βρέθηκε στα χέρια του δεν τον έκανε αυτομάτως και δολοφόνο. Σίγουρα ο άνθρωπος αυτός γνώριζε για τη δολοφονία και ήταν σημαντικό να συλληφθεί και να έδινε εξηγήσεις» επισήμαναν.
Αστυνομικοί πάντως που χειρίζονταν την υπόθεση εμφανίστηκαν πεπεισμένοι για την ενοχή του 23χρονου. Δεν απέκλεισαν μάλιστα το φονικό να συνδεόταν με την ύπαρξη χασισοφυτείας κοντά στην περιοχή του εγκλήματος, την οποία καλλιεργούσαν Αλβανοί, όπως έλεγαν. Μεταξύ δηλαδή των σεναρίων που εξετάζονταν ήταν η ύπαρξη της φυτείας να είχε αντιληφθεί από τον 63χρονο και να επιθυμούσαν να του κλείσουν το στόμα.
Εκτιμούσαν επίσης ότι στον τόπο του εγκλήματος ήταν πιθανόν να υπήρχε και δεύτερο άτομο ως «τσιλιαδόρος». Θεωρούσαν ότι ο δράστης είχε πάρει μαζί του το κυνηγετικό όπλο για να θολώσει τα νερά.
Η …διαδρομή του όπλου και πώς έφθασαν στον Αλβανό
Ο φάκελος της υπόθεσης άνοιξε ξανά τον Νοέμβριο, τρία χρόνια μετά το έγκλημα με αφορμή τον εντοπισμό του κυνηγετικού όπλου του θύματος στη διάρκεια αστυνομικής έρευνας για άλλη περίπτωση. Η εξαφάνιση του όπλου από τον τόπο του εγκλήματος είχε παραξενέψει τους αστυνομικούς, όμως δεν έδωσαν μεγάλη σημασία καθώς δεν επρόκειτο για το «φονικό».
Πάντα με όσα ανέφερε η εφημερίδα Πατρίς εκείνη την εποχή, κατά τη διάρκεια επιχείρησης του ΤΑΕ Ηρακλείου στο μηχανουργείο 32χρονου από το Καστέλι βρέθηκαν διάφορα όπλα, τα οποία κατασχέθηκαν και εστάλησαν-ως είθισται-για εργαστηριακή ανάλυση στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών.
Λίγες εβδομάδες αργότερα η Ασφάλεια Ηρακλείου ενημερώθηκε ότι μεταξύ των όπλων ήταν και το κυνηγετικό του Κουνάλη.
Η εξέλιξη αυτή σήμανε συναγερμό στην Ασφάλεια Ηρακλείου που υπό συνθήκες απόλυτης μυστικότητας ξεκίνησε έρευνες στην περιοχή του Καστελίου, αρχής γενομένης από τον άνθρωπο στην κατοχή του οποίου βρέθηκε το όπλο.
Ο 32χρονος αιφνιδιάστηκε και υποστήριξε ότι δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την υπό διερεύνηση υπόθεση. Αποκάλυψε ότι είχε αγοράσει το όπλο έναντι 500 ευρώ από 27χρονο συγχωριανό του. Μοιραία το ενδιαφέρον των Αρχών επικεντρώθηκε στο συγκεκριμένο πρόσωπο.
Αστυνομικοί διενήργησαν έρευνα στην οικία του και εντόπισαν επτά δενδρύλλια ινδικής κάνναβης. Ο 27χρονος συνελήφθη και στο πλαίσιο του Αυτοφώρου οι αστυνομικοί της Ασφάλειας είχαν τη δυνατότητα να τον εξετάσουν για την υπόθεση της δολοφονίας.
Όπως ήταν αναμενόμενο ερωτήθηκε με πιεστικό τρόπο για το πώς βρέθηκε το επίμαχο όπλο στην κατοχή του αλλά και για το αν γνώριζε το θύμα.
Ο 27χρονος αρνήθηκε κάθε εμπλοκή με το έγκλημα αν και παραδέχτηκε ότι γνώριζε λίγο το θύμα, ενώ κατονόμασε τον 23χρονο Αλβανό ως τον άνθρωπο που του είχε δώσει το κυνηγετικό. Συγκεκριμένα ο Αλβανός φέρεται να του χρωστούσε το ποσό των 130 ευρώ και «πάτσισαν» με το κυνηγετικό.
Οι αστυνομικοί ήλεγξαν τα στοιχεία που τους έδωσε ο 27χρονος και διαπίστωσαν ότι όντως αφορούν υπαρκτό πρόσωπο, το οποίο όμως έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης. Στην πορεία των ερευνών ανακάλυψαν ότι ο Αλβανός έχει διαφύγει στην Ιταλία όπου και εντοπίστηκε τηλεφωνικά.