Δίκη Πισπιρίγκου: «Δεν πιστεύω ότι πέθανε από την καρδιά της η Τζωρτζίνα», κατέθεσε διευθυντής του Ωνασείου
«Δεν υπήρχε ένδειξη προβλήματος» υποστήριξε ο διευθυντής του παιδιοκαρδιολογικού τμήματος, Ιωάννης Παπαγιάννης – «Ακόμη και 20' πριν τον θάνατο του κοριτσιού ο καρδιακός του ρυθμός ήταν φυσιολογικός»
Χωρίς αιτία και χωρίς επιστημονική εξήγηση είναι η θανατηφόρα ανακοπή που υπέστη η 9χρονη Τζωρτζίνα Δασκαλάκη στο «Αγλαΐα Κυριακού», είπε σήμερα στην κατάθεσή του στη δίκη της Ρούλας Πισπιρίγκου, ο διευθυντής του παιδιοκαρδιολογικού τμήματος του Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου Ιωάννης Παπαγιάννης. Καρέ – καρέ ο μάρτυρας περιέγραψε όλες τις εξετάσεις και τους ελέγχους στους οποίος υποβλήθηκε το κοριτσάκι όταν μετά την ανακοπή που είχε υποστεί στο Καραμανδάνειο Νοσοκομείο της Πάτρας μεταφέρθηκε στο Ωνάσειο, όπου αφού εξετάστηκε ενδελεχώς και «παρέμεινε ένα μήνα στη ΜΕΘ υπό παρακολούθηση από μόνιτορ χωρίς να παρουσιάσει ποτέ αρρυθμίες», της τοποθετήθηκε απινιδωτής.
«Αποκλείστηκε η οποιαδήποτε αρρυθμιογόνος ή άλλη πάθηση της καρδιάς. Δεν μπορέσαμε να διαπιστώσουμε την αιτία, δεν υπήρχε ένδειξη καρδιακού προβλήματος. Δεν πιστεύω ότι πέθανε από την καρδιά της η Τζωρτζίνα», είπε χαρακτηριστικά ο μάρτυρας σημειώνοντας πως ακόμη και 20 λεπτά πριν τον θάνατο του κοριτσιού στο νοσοκομείο Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού» ο καρδιακός του ρυθμός ήταν φυσιολογικός, σύμφωνα με τα δεδομένα που είχε καταγράψει ο απινιδωτής που της είχε τοποθετηθεί.
Επί της ουσίας, ο κ. Παπαγιάννης με την κατάθεσή του κατέρριψε κάθε πιθανότητα το κοριτσάκι να είχε κάποια καρδιολογική νόσο, η οποία δεν διαγνώστηκε από τους γιατρούς και της στοίχισε τη ζωή. Χαρακτηριστικά, ο διευθυντής του παιδιοκαρδιολογικού τμήματος του Ωνασείου, είπε σήμερα στο δικαστήριο: «Το παιδί ήταν ένα μήνα στη ΜΕΘ και παρακολουθούνταν από μόνιτορ, δεν είχε παρουσιάσει ποτέ αρρυθμίες. Δεν είχε παθολογικές βραδυκαρδίες, ούτε άλλες αρρυθμίες. Διενεργήσαμε και άλλες εξετάσεις για να αποκαλύψουμε τυχόν άλλες λανθάνουσες διαταραχές που δεν φαίνονται στο απλό καρδιογράφημα. Και αυτό αποκλείστηκε. Κάναμε έλεγχο με υπέρηχο, ήταν όλα φυσιολογικά, εκτός από ήπιες διαταραχές που οφείλονταν στην υποξαιμία που είχε υποστεί». Μάλιστα, ο κ. Παπαγιάννης απαντώντας σε ερωτήσεις της έδρας ανέφερε λίγο αργότερα ότι ακόμη και αν το παιδί εκδήλωνε κάποια «γενετικά αρρυθμιογόνα σύνδρομα», αυτά θα είχαν θέσει σε λειτουργία τον απινιδωτή, κάτι που στην περίπτωση της μικρής Τζωρτζίνας δεν συνέβη.
«Υπάρχουν τα γενετικά αρρυθμιογόνα σύνδρομα, υπάρχουν πολλοί τύποι διαταραχών που δεν βρέθηκαν στον έλεγχο ούτε στον γενετικό έλεγχο που διενεργήθηκε. Δεν πιστεύω ότι το παιδί πέθανε από την καρδιά του», κατέθεσε ο κ. Παπαγιάννης.
Πρόεδρος: Αυτά όλα αν υπήρχαν θα είχαν θέσει σε λειτουργία πρώτα τον απινιδωτή;
Μάρτυρας: Ναι.
Πρόεδρος: Άρα μας λέτε με βεβαιότητα πως αν συνέβαιναν όλα αυτά θα είχαμε λειτουργία του απινιδωτή;
Μάρτυρας: Ναι.
Συνεχίζοντας ο μάρτυρας, περιέγραψε όλες τις ιατρικές ενέργειες αλλά και εξετάσεις που έγιναν στο παιδί και από τις οποίες αποκλείστηκε η οποιαδήποτε αρρυθμιογόνος ή άλλη πάθηση της καρδιάς τους. «Σε αυτή τη περίπτωση δεν μπορέσαμε να διαπιστώσουμε την αιτία, δεν υπήρχε ένδειξη καρδιακού προβλήματος, δεν πιστεύω ότι πέθανε από την καρδιά της, δεν υπάρχει πλέον κανένα ενδεχόμενο να μπορούμε να αποδώσουμε το θάνατο στην καρδιά» κατέθεσε χαρακτηριστικά ο μάρτυρας για να προσθέσει: «Τα εξαντλήσαμε όλα, δεν βρήκαμε κανένα σύνδρομο στο παιδί. Αν δεν είχαμε βάλει τον απινιδωτή θα μπορούσαμε να έχουμε τις υποψίες ότι ήταν κάτι που δεν ανιχνεύεται».
Εξηγώντας το σκεπτικό για την τοποθέτηση απινιδωτή στη μικρή Τζωρτζίνα, παρά τους αρχικούς δισταγμούς του, ο μάρτυρας εξήγησε στο δικαστήριο, πως αν και δεν υπήρχε κάποια ένδειξη για κάτι τέτοιο, κατέληξε σε αυτή την απόφαση, (δηλαδή την τοποθέτηση απινιδωτή), λαμβάνοντας υπόψη τους εξής παραμέτρους: Τους ανεξήγητους θανάτους των άλλων δυο κοριτσιών της οικογένειας Δασκαλάκη, το ότι από το ιστορικό της οικογένειας δεν υπήρχαν αιφνίδιοι θάνατοι νέων ατόμων αλλά και την επιθυμία των γονιών της Τζωρτζίνας να της τοποθετηθεί απινιδωτής. «…Η Τζωρτζίνα πριν από το συμβάν δεν είχε κανένα σύμπτωμα, ήταν ένα ζωηρό παιδί. Δεν υπήρχε κανένα εύρημα που να συνηγορεί για καρδιακό νόσημα. Στην οικογένεια δεν υπήρχε κανένα τέτοιο ιστορικό ανακοπής σε νεαρά άτομα. Στην εξέταση δεν βρέθηκε κανένα καρδιολογικό εύρημα», είπε ο κ. Παπαγιάννης και σε άλλο σημείο και συνέχισε:
«Τέθηκε το ζήτημα της τοποθέτησης απινιδωτή, ο οποίος εμφυτεύεται στο άνω μέρος του θώρακα. Το μηχάνημα παρακολουθεί διαρκώς τη καρδιακή λειτουργία και αναλόγως της διαπίστωσης τυχόν αρρυθμιών παρεμβαίνει. Αν βλέπει ότι οι παλμοί πέφτουν κάτω από ένα όριο αρχίζει και δίνει ρυθμό στην καρδιά και λειτουργεί ως βηματοδότης. Αν δει ότι ανεβαίνουν οι παλμοί μπορεί να δώσει βηματοδότηση που μπορεί να σταματήσει αυτή τη ταχυκαρδία. Συζητήσαμε με τους γονείς τα υπέρ και τα κατά του απινιδωτή. Είδαμε ότι υπήρχαν οι αιφνίδιοι θάνατοι των άλλων δυο παιδιών και η ανεξήγητη ανακοπή της Τζωρτζίνας. Δεν είχαμε βρει κάποιο αίτιο ότι αυτά συνέβησαν από αρρυθμία και προβληματιστήκαμε αν πρέπει να μπει το μηχάνημα. Όμως επειδή κάποια ευρήματα μπορεί να διαφύγουν αποφασίσαμε να τοποθετηθεί ο απινιδωτής ώστε να αποφευχθεί κάθε ενδεχόμενο στο μέλλον. Όταν αντιμετωπίστηκαν οι λοιμώξεις τον τοποθετήσαμε και όταν το παιδί ανένηψε το στείλαμε στη Πάτρα. Ο απινιδωτής συγκεντρώνει τα δεδομένα και μας τα στέλνει».
Συνεχίζοντας ο κ. Παπαγιάννης ανέφερε πως με τον τρόπο αυτό παρακολουθούνταν το κοριτσάκι και μητέρα του, τους έστελνε καθημερινά τα δεδομένα της καταγραφής. «Η μητέρα μας έστειλε καθημερινά δεδομένα. Εμείς ζητάμε από τους γονείς να μας στέλνουν κάθε τρεις μήνες αλλά για κάποιο λόγο εκείνη μας έστελνε καθημερινά. Κάποιες φορές ενημέρωνε ότι έστελνε και κάποιες άλλες όχι. Δεν είδαμε ποτέ κάποια αρρυθμία, κάποια παθογένεια. Το παιδί δεν εκδήλωσε κάποια αρρυθμία και δεν κατέγραψε τίποτα το μηχάνημα», τόνισε ο μάρτυρας, ο οποίος αναφέρθηκε και στις τελευταίες ώρες της ζωής του παιδιού στο «Αγλαΐα Κυριακού» και στα δεδομένα που κατεγράφησαν εκείνες τις ώρες για την κατάσταση της καρδιάς της: «Την τελευταία ημέρα ζωής του παιδιού έχουμε σημαντικά δεδομένα. Έλαβα μια κλήση από τη μητέρα κατά τη διάρκεια της ανακοπής και μου ζήτησε να δω μια καταγραφή που μου είχε στείλει.
Μπήκα στο σύστημα και είδα ότι στις 2 το μεσημέρι υπήρχε φυσιολογικός ρυθμός καρδιάς. Δηλαδή, 20 λεπτά πριν το συμβάν το παιδί είχε φυσιολογικό ρυθμό. Στην ανάνηψη του παιδιού γύρω στις 15.30 μου εστάλη ακόμη μια καταγραφή που έδειχνε ότι το μηχάνημα λειτουργούσε σαν βηματοδότης, γιατί οι παλμοί είχαν πέσει κάτω από τους 60. Δεν είχε καταγράψει καμία επικίνδυνη αρρυθμία που να το κάνει να λειτουργήσει ως απινιδωτής. Όταν η καρδιά έπαψε να λειτουργεί μου εστάλη ένα καρδιογράφημα που έδειχνε ότι το μηχάνημα συνέχιζε να λειτουργεί όμως η καρδιά δεν ανταποκρινόταν…».
Πρόεδρος: Το παιδί είχε εξεταστεί από την κ. Καρατζά και βρέθηκαν όλα φυσιολογικά. Η εξέταση αυτή έπρεπε να επαναλαμβάνετε ανά τακτά διαστήματα;
Μάρτυρας: Η καρδιολογική εξέταση των παιδιών δεν είναι κάτι που γίνεται πολύ συχνά, δεν υπήρχε ένδειξη μετά από δυο μήνες να εξεταστεί εκ νέου το παιδί την στιγμή που τα δεδομένα ήταν φυσιολογικά.
Πρόεδρος: Ο απινιδωτής συνοδεύονταν από κάποια συσκευή που δώσατε στους γονείς;
Μάρτυρας: Ναι, συγκεντρώνει τα δεδομένα όταν βρίσκεται δίπλα στο παιδί. Αν έχει συμβεί κάτι μακριά από τη συσκευή, το μηχάνημα θα το καταγράψει και όταν το παιδί πάει κοντά του θα τα στείλει. Αν η μητέρα νομίσει ότι υπάρχει κάποιο συμβάν πατάει κάποιο κουμπί και μπορεί να τα στείλει. Δεν χάνονται δεδομένα, μπορεί να τα δούμε ποιο μετά, η ώρα του συμβάντος όμως θα φαίνεται. Σε όλα αυτά δεδομένα δεν υπήρχε ποτέ καμία παθολογική αρρυθμία.
Πρόεδρος: Λέτε στην κατάθεση σας ότι θα φαίνονταν στη καρδιά αν δεν είχαν κάνει καλή ανάνηψη στο Καραμανδάνειο….
Μάρτυρας: Αν δεν είχαν κάνει καλή ανάνηψη η καρδιά θα ήταν επηρεασμένη.
Πρόεδρος: Υπάρχει περίπτωση να υπήρχε κάποιο γενετικό αρρυθμιογόνο νόσημα και να μην ήταν ανιχνεύσιμο; Έγινε έλεγχος σε 5.000 γονίδια και ο αυτός ήταν αρνητικός, δεν είχε βρεθεί τίποτα.
Μάρτυρας: Υπάρχει ένα ελάχιστο ποσοστό. Ακόμη και 1 στις 100 των σπάνιων περιπτώσεων θα καταγράφονταν στην λειτουργία του απινιδωτή.
Πρόεδρος: Η κεταμίνη τι είδους φάρμακο είναι;
Μάρτυρας: Είναι κατασταλτικό φάρμακο, το χορηγούμε όταν πρέπει να κάνουμε κάποια επίπονη πράξη, τη χρησιμοποιούμε για παράδειγμα σε καθετηρίαση της καρδιάς.
Πρόεδρος: Χρησιμοποιείται κεταμίνη στην ανάνηψη;
Μάρτυρας: Είναι απίθανο, όταν ο ασθενής είναι σε ανακοπή να του δόσεις κεταμινη.
Εισαγγελέας: Τι αιτιολογία δίνετε; Πως γίνεται μια καρδιά γερή να σταματήσει να λειτουργεί;
Μάρτυρας: Δεν μας δόθηκε κάποια σαφής αιτία για την καρδιά.
Εισαγγελέας: Είδατε το παιδί ανάμεσα στις δυο ανακοπές. Βρίσκετε κάποιες ομοιότητες ανάμεσα σε αυτές τις δυο ανακοπές;
Μάρτυρας: Προφανώς δεν μπορώ να πω με σιγουριά, γιατί δεν ήμουν μπροστά στα συμβάντα. Όμως και στις δυο περιπτώσεις δεν υπήρχε κάποια αρρυθμία.
Σύνεδρος: Το βάρος της καρδιάς ήταν 47 γραμμάρια δείχνει κάτι αυτό;
Μάρτυρας: Εν ζωή η καρδιά της Τζωρτζίνας ήταν απόλυτα φυσιολογική. Είχε φυσιολογικό μέγεθος και πάχος. Τώρα μετά από μια μακρά περίοδο αδράνειας πέφτει ένα ποσοστό της μάζας έως και 30%. Μετά το θάνατο μπαίνει σε φορμόλη και αφυδατώνεται και χάνει και άλλη μάζα. Δεν είναι ένδειξη το βάρος της καρδιάς!
Στη συνέχεια ερωτήσεις στο μάρτυρα έθεσαν οι συνήγοροι προς υποστήριξη της κατηγορίας:
Συνήγορος: Γιατί ήσασταν διστακτικός για την τοποθέτηση απινιδωτή;;
Μάρτυρας: Γιατί δεν μου εδόθη κάποιο αίτιο για αρρυθμίες αλλά έχοντας υπόψη τους δυο ανεξήγητους θανάτους στην οικογένεια, την επιθυμία των γονέων να τοποθετηθεί και το μικρό ποσοστό ανεξήγητων παθήσεων συμφωνήσαμε να τοποθετηθεί.
Πολιτική Αγωγή: Η επιθυμία αυτή ήταν και των δυο γονέων;
Μάρτυρας: Απ’ ότι θυμάμαι ήταν και οι δυο γονείς σύμφωνοι.
Αυτή την ώρα ερωτήσεις στον μάρτυρα θέτει ο συνήγορος υπεράσπισης της Ρούλας Πισπιρίγκου, Αλέξης Κούγιας.