Η πολιτική παρακαταθήκη του ΣΥΡΙΖΑ και ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός Μητσοτάκη
Άρθρο του Χάρη Μαμουλάκη
Δεν υπάρχει κανένα καθοριστικό ζήτημα για την σημερινή οικονομική και πολιτική συγκυρία της Ελλάδας, στο οποίο να έχει ασκηθεί τόση προπαγάνδα και παραπληροφόρηση, όσο οι επιδόσεις της σημερινής και της προηγούμενης κυβέρνησης στο ζήτημα της δημοσιονομικής διαχείρισης. Σε ό,τι ακολουθεί, θα προσπαθήσω να κάνω μια σύντομη αναδρομή που νομίζω ότι αναδεικνύει το χάσμα στο επίπεδο της φερεγγυότητας που χωρίζει τους δύο βασικούς διεκδικητές της εξουσίας στη χώρα μας, τον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ και τη ΝΔ.
Το 2015 αναμενόταν να είναι χρονιά ολοκλήρωσης του δεύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, γνωστό και ως δεύτερο μνημόνιο. Το πρόγραμμα αυτό παρουσιαζόταν στη δημόσια σφαίρα από τους εταίρους ως αποτυχημένο, καθώς η κυβέρνηση Σαμαρά, δεν φαίνονταν να ολοκλήρωνε τις, ομολογουμένως, εξωπραγματικές μεταρρυθμίσεις που ζητούσαν οι διεθνείς θεσμοί. Στην πραγματικότητα όμως, το πρόγραμμα ήταν αποτυχημένο καθώς ήδη από το 2014, ήταν γνωστό ότι η χώρα δεν θα μπορούσε να εξασφαλίσει πρόσβαση στις διεθνείς χρηματαγορές. Ο στόχος επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων ήταν ανεδαφικός και το δημόσιο χρέος παρέμενε σε μεσοπρόθεσμη βάση αρρύθμιστο, γεγονός που ακόμα κι αν έπεφταν τα επιτόκια δανεισμού (που δεν έπεσαν πρόσκαιρα το 2014) θα σήμαινε ότι σύντομα θα αντιμετωπίζαμε δυσκολίες στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους.
Με αυτό ως δεδομένο, ήταν γνωστό ότι το 2015 η χώρα θα χρηματοδοτούταν από ένα τρίτο πρόγραμμα διάσωσης. Οι διαπραγματεύσεις που έλαβαν χώρα το 2015 από την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα και οδήγησαν στην υπογραφή του τρίτου μνημονίου, δεν αφορούσαν μόνο το περιεχόμενο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα καλούταν η νέα κυβέρνηση να εφαρμόσει, μη δεχόμενη τις δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Αφορούσαν κυρίως την προοπτική ενός προγράμματος, κατά την ολοκλήρωση του οποίου το χρέος θα έχει ρυθμιστεί και η χώρα θα έχει πρόσβαση στις διεθνείς αγορές. Όπερ και εγένετο, με την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου το 2018!
Προϋπόθεση για την αποκατάσταση της πίστης των διεθνών χρηματαγορών αποτελούσε η επί του πρακτέου απόδειξη της δυνατότητας της χώρας να εξυπηρετήσει το χρέος της για μια περίοδο 18 έως 24 μηνών. Η δημιουργία ενός αξιοσημείωτου αποθεματικού αποτελούσε την απόδειξη αυτής της δυνατότητας και η παρουσία του στην συνέχεια, θα μείωνε τα επιτόκια και θα συρρίκνωνε το κόστος δανεισμού. Το περιβόητο μαξιλάρι των 37 δισεκατομμυρίων, αποτέλεσε την χειρότερη πηγή μαύρης προπαγάνδας από τη ΝΔ, την ώρα που αποτελούσε την εγγύηση της δημοσιονομικής αυτονομίας της χώρας μας. Με περίσσια υποκρισία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη εδώ και 4 χρόνια, απολαμβάνει ευνοϊκό κόστος δανεισμού εν μέσω πανδημίας, πληθωριστικής κρίσης, ενεργειακής κρίσης και πολέμου, εξαιτίας αυτού του «μαξιλαριού» που η ίδια λοιδόρησε. Και ισχυρίζεται, πέρα από κάθε έννοια σοβαρότητας, ότι ο λόγος που η χώρα απολαμβάνει τα σημερινά ευνοϊκά επιτόκια οφείλεται στην «λαμπρή προσωπικότητα» του Πρωθυπουργού και όχι στην ικανότητα να αποπληρώσει τους διεθνείς πιστωτές και τις χρηματαγορές, εξαιτίας της διαχείρισης που έγινε επί ΣΥΡΙΖΑ.
Αντίθετα με τα παραπάνω, αξίζει να παρατηρήσουμε την δημοσιονομική διαχείριση της περιόδου 2019-2022. Από το 2019 μέχρι και σήμερα το δημόσιο χρέος αυξήθηκε 44 δισ. και από τα 356 δισ. ευρώ εκτοξεύτηκε στα 400 δισ. ευρώ. Αυτός ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός, οφείλεται μεταξύ άλλων και στις συνθήκες της πανδημίας καθώς οι κρατικές ενισχύσεις άγγιξαν τα 55 δις ευρώ. Σε αντίθεση όμως με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που θέλει τον Κ. Μητσοτάκη να «μοίρασε χρήμα σε όλους», μια σύγκριση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους σε ζητήματα όπως η επιδότηση της εργασίας ή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αναδεικνύει ότι η δημοσιονομική επιβάρυνση της περιόδου της πανδημίας, οφείλεται στην χωρίς μέτρο στήριξη ολιγοπωλιακών ομίλων. Ομίλων που κερδοσκοπούσαν, αρχικά την περίοδο της πανδημίας και στην συνέχεια την περίοδο της ενεργειακής και πληθωριστικής κρίσης. Ο Κ. Μητσοτάκης δηλαδή, απείλησε και απειλεί να ξαναβάλει την χώρα σε περιπέτειες, για να πλουτίσει την ολιγαρχία της Ελλάδας.
Από τα παραπάνω, είναι προφανές ότι σήμερα επιβάλλεται η πατρίδα μας να αποκτήσει μια δημοκρατική, προοδευτική πλειοψηφία που θα μπορέσει, εκτός μνημονίων αυτή τη φορά, να κλείσει τις πληγές των περιόδων της κρίσης και της περιόδου Μητσοτάκη. Μια διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, που σε καλύτερες συνθήκες θα μπορέσει να κλείσει το δυσθεώρητο χάσμα στις κοινωνικές ανισότητες. Να ενισχύσει το κοινωνικό κράτος και τις υποδομές, χωρίς να απειλήσει τον κεκτημένο βαθμό ανεξαρτησίας μας στο επίπεδο της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής. Και ο μόνος φορέας που εγγυάται ότι μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο, είναι μια κυβέρνηση με πυρήνα τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.