Δεν «Ανακυκλώνω» – Δεν «Αλλάζω συσκευή»: Σκέψεις για την αποτυχία ενός φιλόδοξου προγράμματος
Στο διεθνή δημόσιο διάλογο, αναφορικά με την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, είναι κοινός τόπος ότι η εξοικονόμηση ενέργειας είναι η μεγαλύτερη δυνητική πηγή από την οποία θα προκύψει η αναγκαία μείωση των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα.
Στη χώρα μας, πέρα από τις σημαντικές πρωτοβουλίες που διέδωσαν την χρήση των ηλιακών θερμοσίφωνων την δεκαετία του ’80, οι σχετικές πρωτοβουλίες ήταν πάντα περιορισμένες και τα τελευταία χρόνια αφορούσαν κυρίως τον κατασκευαστικό τομέα.
Το Ταμείο Ανάκαμψης και η γενικότερη τάση διάθεσης κοινοτικών κονδυλίων στην κατεύθυνση των δράσεων με στόχο την προστασία του περιβάλλοντος, υποχρέωσε την ελληνική κυβέρνηση να προωθήσει μια πολλά υποσχόμενη δράση. Μια δράση που θα μπορούσε να επιφέρει σημαντικές βελτιώσεις στην ετήσια κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας και – ενόψει του απειλητικού χειμώνα που πλησιάζει, με τη σοβούσα πληθωριστική και ενεργειακή κρίση να βρίσκεται ante portas – θα μπορούσε να αποσοβήσει μέρος της πίεσης που ασκεί στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς το αυξανόμενο κόστος της ενέργειας.
Έτσι, στις 17 Ιουνίου, το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας προκήρυξε το πρόγραμμα «Ανακυκλώνω – Αλλάζω Συσκευή» για την αντικατάσταση οικιακού εξοπλισμού παρωχημένης τεχνολογίας με νεότερες συσκευές ανώτερης ενεργειακής κλάσης. Σε αντίθεση με τα προγράμματα της δεκαετίας του ’80, που είχαν οδηγήσει στη δημιουργία μιας σειράς από δυναμικές επιχειρήσεις στο πεδίο των ηλιακών θερμοσίφωνων, το συγκεκριμένο πρόγραμμα δε συνοδεύτηκε από καμία μέριμνα που θα οδηγούσε σε ενίσχυση της ελληνικής βιομηχανικής παραγωγής. Ωστόσο, ακόμα και ιδωμένο από την οπτική της προστασίας του καταναλωτή και του περιβάλλοντος, το πρόγραμμα «Ανακυκλώνω – Αλλάζω συσκευή» οδηγείται σε αποτυχία. Δυστυχώς, από όσους υπέβαλαν αίτηση μόνο το 17% θα χρηματοδοτηθούν τελικά, ήτοι 151.450 νοικοκυριά σε σχέση με τις 879.026 αιτήσεις που υποβλήθηκαν.
Πέρα όμως από την ανεπάρκεια πόρων που η παραπάνω εξέλιξη αποκάλυψε, το πρόγραμμα γρήγορα μετεξελίχθηκε από δράση για την επιδότηση των νοικοκυριών σε δράση για την επιδότηση του ιδιωτικού λιανεμπορίου ηλεκτρικών συσκευών. Έτσι σύντομα, μετά από πληθώρα καταγγελιών από πολίτες για υπέρογκες αυξήσεις στις τιμές των επιδοτούμενων συσκευών, το Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων αναγκάστηκε να εισάγει τροπολογία που προσπαθούσε να συγκρατήσει τις τάσεις αισχροκέρδειας στο εμπόριο των σχετικών προϊόντων. Πιο συγκεκριμένα, με το άρθρο 59 του ν.4955, τροποποιήθηκε το άρθρο 58 του ν.4818, διευρύνοντας το πεδίο εφαρμογής του ώστε να συμπεριλαμβάνονται σε αυτό τα προϊόντα των οποίων η αγορά επιδοτείται από το πρόγραμμα «Ανακυκλώνω – Αλλάζω Συσκευή». Με την εν λόγω ρύθμιση, ορίστηκαν όρια στα περιθώρια μικτού κέρδους ανά πωλούμενη συσκευή ενώ η Γενική Γραμματεία Εμπορίου, η Διυπηρεσιακή Μονάδα Ελέγχου της Αγοράς (ΔΙ.Μ.Ε.Α.) και οι αρμόδιες υπηρεσίες των Περιφερειών, επιφορτίστηκαν με την υποχρέωση να διεξάγουν ελέγχους για τη διαπίστωση τυχών παραβάσεων του νόμου.
Ωστόσο, οι ελλείψεις του προγράμματος και ο πρόχειρος σχεδιασμός του, συνεχίζουν να είναι οφθαλμοφανείς. Είναι προφανές, π.χ. ότι καμία μελέτη δεν προσδιόριζε τη δυνητική ζήτηση για την επιδότηση του νέου αυτού προγράμματος ώστε να μην υπάρξει αυτή η χαώδης απόσταση μεταξύ αιτήσεων και τελικών δικαιούχων. Και, αναλόγως, η κυβέρνηση είναι δεδομένο ότι δεν είχε προβλέψει – ή επέλεξε αρχικά να κάνει τα στραβά μάτια – την τάση της αγοράς να ενσωματώσει την επιδότηση στο νέο, αυξημένο, κόστος των συσκευών εν μέσω, ούτως ή άλλως, ακραίων πληθωριστικών πιέσεων. Τέλος, ακόμα και η υποτιθέμενη πρόβλεψη για τη διεξαγωγή ελέγχων στην αγορά για τη διαπίστωση φαινομένων αισχροκέρδειας, έρχεται να προσκρούσει σε μια εμπεδωμένη πραγματικότητα ακραίας υποστελέχωσης των υπηρεσιών, ιδίως των περιφερειών, που υποτίθεται ότι θα αναλάβει τη διαπίστωση των παραβάσεων ως προς τα προβλεπόμενα περιθώρια κέρδους.
Από τα παραπάνω, δυστυχώς, προκύπτει ότι το τόσο απαραίτητο πρόγραμμα «Ανακυκλώνω – Αλλάζω συσκευή» έπασχε από το βασικό πρόβλημα των περισσότερων «πράσινων» δράσεων της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Έπασχε, δηλαδή, από την εμμονή της να διαχειρίζεται τα περιβαλλοντικά ζητήματα με όρους επικοινωνιακής διαχείρισης, χωρίς καμία ουσιαστική μέριμνα για τη βιώσιμη ανάπτυξη ή την τσέπη του καταναλωτή.